Το καλύτερο νουάρ όλων των εποχών έγινε 50 ετών – Το ανυπέρβλητο σενάριο μιας ταινίας-ορόσημο

Το νουάρ του 1974 μπορεί να υπερηφανεύεται για την εξαιρετική ερμηνεία του Jack Nicholson και τη σκηνοθεσία του Roman Polanski, αλλά τελικά είναι το επιδέξιο, έξυπνο σενάριο του Robert Towne που κόβει την ανάσα.

Μερικές φορές η συμβατική σοφία είναι και η πιο αληθινή: δεν έχει υπάρξει πιο πρωτότυπο σενάριο τα τελευταία 50 χρόνια από αυτό που έγραψε ο Robert Towne για το Chinatown. Κανένα πιο κομψά σχεδιασμένο και πολιτικά φορτισμένο, κανένα πιο εγγράμματο και ιστορικά υποβλητικό, κανένα πιο πικάντικο στον σκληρό διάλογο του και πιο εκλεπτυσμένο στο παιχνίδι του με τα αρχέτυπα του νουάρ.

Ποτέ δεν είναι εύκολο για έναν συγγραφέα να κερδίσει τα εύσημα από έναν σκηνοθέτη, ειδικά έναν σκηνοθέτη τόσο ικανό όσο ο Roman Polanski.

Η φωνή της ταινίας αντηχεί έντονα μέσα από μια ιστορία που διασταυρώνει τέλεια την αίγλη του παλιού Χόλιγουντ με τον ρεβιζιονισμό του Νέου Χόλιγουντ.

Είναι επίσης μια από τις πιο αμείλικτα ζοφερές δηλώσεις για το «πώς λειτουργούν τα πράγματα στην Αμερική», όπου τεράστιες περιοχές πολιτισμού κινούνται από τις ιδιοτροπίες ισχυρών ανδρών, οι οποίοι μπορούν να μένουν ήσυχοι γνωρίζοντας ότι οι αμαρτίες τους δεν θα εξεταστούν από κανέναν θεό.

Ωστόσο, η ταινία σε βάζει μέσα της εύκολα, χάρη στη σαγηνευτικότητα της αρτ ντεκό του χολιγουντιανού σκηνικού της στα τέλη της δεκαετίας του ’30 και την πρωταγωνιστική ερμηνεία του Jack Nicholson που κρύβει μια σκληρή, δονκιχωτική αίσθηση δικαιοσύνης πίσω από ένα προσωπείο απαράμιλλης ψυχραιμίας.

Ο χαρακτήρας του μπορεί να είναι ένας σαρκαστικός ιδιωτικός ντετέκτιβ που πληρώνεται κυρίως για να ανακαλύπτει ερωτικές απιστίες, αλλά ο Nicholson τον υποδύεται με μια κρυμμένη αρχοντιά και θα ακολουθήσει αυτή την πολύ μπερδεμένη υπόθεση μέχρι το τέλος, παρόλο που έχει τη γνώση δεν θα τον οδηγήσει πουθενά καλά.

Το Chinatown ξεχωρίζει ανάμεσα στις παραγωγές της δεκαετίας του ’70 για το άψογο μεγαλείο της, το οποίο όχι μόνο δείχνει με μεγάλη επιτυχία την πόλη σε μια συγκεκριμένη στιγμή της εποχής, αλλά υποδηλώνει τις τεκτονικές δυνάμεις που την διαμορφώνουν πραγματικά.

Η ταινία χαρτογραφεί μια γεωγραφία πλούτου και διαφθοράς και αφήνει αδιανόητη επιρροή για τις ταινίες που θα ακολουθήσουν και κυρίως για το είδος του neo noir.


ΠΗΓΗ: CNN Greece

ΜΗΤΡΙΚΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ(MOTHER΄S  INSTICT)

Κριτική  του Αλέξη Ν. Δερμεντζόγλου

(Έγχρωμο, ΗΠΑ, Βέλγιο, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, 2024, διάρκεια 94΄)

Σκηνοθεσία: Μπενουά  Ντελομέ .Σενάριο: Ολιβιέ Μαρτ  Ντεπασέ, Σάρα  Κόνραντ, Μπάρμπαρα Ανέλ

Παίζουν: Τζέσικα Τζαστέιν, ΄Αννα  Χεθαγουέι, ΄Αντερς  Ντάνιελσεν  Λίε

Το 2018 ο Βέλγος σκηνοθέτης Ολιβιέ Μαρτ Ντεπασέ είχε γυρίσει την αρχική ταινία και τώρα ο ίδιος βρίσκεται πίσω από το σενάριο στο ομώνυμο στο ριμέικ της. Βρισκόμαστε στα εύμαρη προάστια. Δυό ζευγάρια σαραντάρηδων με οικονομική άνεση ζούν σε διπλανές μεζονέτες. Η ΄Αλις και η Σελίν είναι στενές φίλες, τα λένε όλα μεταξύ τους, υπάρχουν και τα παιδιά που συμπληρώνουν την ευτυχία. Οι σύζυγοι είναι περισσότερο διακοσμητικοί αλλά επαρκείς. Και ξαφνικά ξεσπά η τραγωδία. Από ένα παράθυρο πέφτει ο γιός της Σελίν και σκοτώνεται ενώ αιωρείται η ευθύνη για το ότι πιθανά η Αλίς δεν τον πρόσεχε όσο έπρεπε. Γίνεται η κηδεία και οι σχέσεις των δυό γυναικών παγώνουν, γίνονται απόμακρες. Θα επισκεφτεί κάποτε  Άλις η μητέρα του και μετά από λίγο παθαίνει από έμφραγμα τελείως ξαφνικά. Το γεγονός φαίνεται κάπως παράξενο και οι υποψίες πέφτουν βαριές, αλλά ξεπερνιούνται.

Το ριμέικ δεν έχει την ατμόσφαιρα του πρώτου φιλμ. Η αφήγηση είναι κι εδώ αργόρυθμη αλλά παρατηρείται μια έλλειψη δομικής ισορροπίας.  Δηλαδή οι εξελίξεις στριμώχνονται όλες στο τέλος. Σαφώς πρόκειται για ένα από τα πιο παρανοϊκά ψυχοπαθολογικά θρίλερ που αναδεικνύει τις διαδικασίες με τις οποίες εκλύεται η εγκληματική ψύχωση  Το τέλος είναι ελλειπτικό, μελαγχολικό και δεν διαθέτει κάθαρση. Το σενάριο θυμίζει ιδιαίτερα Πατρίτσια Χάισμιθ αλλά η σκηνοθετικοί χειρισμοί δεν διαθέτουν την ανάλογη ευστροφία. Σε γενικές γραμμές αυτού του είδους τις ιστορίες και το σινεμά υπηρέτησαν επίμονα και με συνέπεια οι Κλοντ Σαμπρόλ, Κλοντ Σοτέ, Μισέλ Ντεβίλ. Ειδικά ο τελευταίος μας προσέφερε μερικές υποδειγματικές ταινίες.

Στο τωρινό  «Μητρικό ένστικτο» οι δυό οσκαρικές Αμερικανίδες σταρ είναι πολύ καλές και πειστικές αλλά η ταινία αναλώνεται σαν ένα προκατασκευασμένο και κλιμακούμενο  θρίλερ  της σειράς Αυτό αδικεί και το θέμα και τις ωραίες κυρίες.

(Από Πέμπτη 25 Ιουλίου πανελλαδικά)

ΚΑΙ ΤΩΡΑ Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΩΝ ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ

Οι  Σινεφίλ Δευτέρες  μαζί με το θερινό cine Απόλλων  σας προσφέρουν σε επετειακή προβολή το καλύτερο νεονουάρ όλων των εποχών τη Δευτέρα 1 Ιουλίου στις 21:00 ακριβώς, στο μίνι αφιέρωμα στο αμερικάνικο νεουάρ,το αριστούργημα του Ρομάν Πολάνσκι «Τσαϊνατάουν»

  • Όσκαρ  σεναρίου
  • Χρυσή σφαίρα καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, ανδρικού ρόλου, γυναικείου ρόλου
  • BAFTA  σκηνοθεσίας, σεναρίου , ανδρικού ρόλου

Η πιο περιπλεγμένη ιστορία πολλαπλής  απάτης

Σε κόπια DCP ψηφιακά αποκατεστημένη

25 ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΜΕ…ΤΑΞΙ

του Αλέξη Ν. Δερμεντζόγλου

φωτό:«Collateral : Η διαδρομή»

Με ευκαιρία την προβολή της  βραβευμένης ελληνικής ταινίας  «Ο τελευταίος ταξιτζής», ευκαιρία για την  προσωπική μου λίστα με 25 φιλμ, κατά χρονολογική σειρά, όπου το ταξί παίζει σημαντικό ρόλο και οι ταξιτζήδες είναι κυρίαρχοι.

  1. «Χορεύοντας με το έγκλημα»  (1947) του  Τζον Πάντι Καρστάιρς
  2. «Ο κύριος ταξί» (1953) του Αντρέι Ινιμπέλ
  3. «Ταξί» (1953) του Γκρέγκορι Ράτοφ
  4. «Το σοφεράκι» (1953) του Γιώργου Τζαβέλλα
  5. «Ο ταξιτζής» (1954) του Σετάν Αναντ
  6. « Η ταξιτζού» (1970) του Κώστα Καραγιάννη
  7. «Μονομαχία» (1971) του Στίβεν Σπίλμπεργκ
  8. «Ο ταξιτζής» (1976) του Μάρτιν Σκορσέζε
  9. «Driver ο ασύλληπτος οδηγός» (1978) του Γουόλτερ Χιλ
  10. «Απόδραση από την Νέα Υόρκη» (1981) του Τζον Κάρπεντερ
  11. « Μια νύχτα στον κόσμο» (1991) του  Τζιμ Τζάρμους
  12. «Το βλέμμα του Οδυσσέα» (1995) του Θόδωρου Αγγελόπουλου
  13. «Το πέμπτο στοιχείο» (1997) του Λινκ  Μέσι
  14. «Το ταξί» (1996) του Κάρλος Σαούρα
  15. «Θεωρίες συνομωσίας» (1997) του Ρίτσαρντ Ντόνερ
  16. «Αλεξίσφαιροι ντετέκτιβ» (1998) του Μπρετ Ράτνερ
  17. «Ταξί» (1998) του Ζεράρ Πιρές
  18. «Σε αντίθετο ρεύμα» (transrporter 2002) του Ρότζερ  Μίτσελ
  19. «The transporter» (2002) των Λουί Λετεριέ και Κόρει Γουίν
  20. «Collateral : Η διαδρομή» (2004) του Μάικλ Μαν
  21. «Το ταξί της Νέας Υόρκης» (2004) του Τιμ Στόρι
  22. «Διπλή ομηρία» (2005) του Φλοράν Εμίλιο  Σέρι
  23. «Ταξί στην Τεχεράνη» (2015) του Τζαφάρ Παναχί
  24. «Ταξί στο Γιβραλτάρ» (2019) του Αντέλο  Φλαχ
  25. « Ο σοφέρ της κυρίας Μαντλέν» (2022) του Κριστιάν Καριόν

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ  ΤΑΞΙΤΖΗΣ

Κριτική του Αλέξη Ν. Δερμεντζόγλου

(‘Εγχρωμο 2023, Ελλάδα, διάρκεια 114΄)

Σκηνοθεσία- Σενάριο: Στέργιος  Πάσχος

Παίζουν: Κώστας Κορωναίος, Κλέλια Ανδριολάτου, Μαρίσσα  Τριανταφυλίδου,΄Εκτορας Λιάτσος, Γιώργος Ζιάκας, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης

Παραμονή Χριστουγέννων και ένας εξηντάρης λογιστής ανεβαίνει σ΄ ένα ταξί. Τελειώνει η διαδρομή, βγαίνει, πληρώνει και αυτοκτονεί. Tαξιτζής είναι ο Θωμάς που σπούδασε φιλολογία αλλά ουδέποτε κατάφερε να κάνει κάτι σ΄  αυτόν τον τομέα, ενώ μάλιστα αγαπούσε και ιδιαίτερα την ποίηση. Σοκάρεται και πανικοβάλλεται από την αυτοκτονία, ψάχνει τον νεκρό και παίρνει κάποια χρήματα που βρίσκει πάνω του. Την άλλη μέρα κάτι θα τον στείλει στο ίδιο μέρος κι εκεί θα γνωρίσει την αποξενωμένη κόρη του αυτόχειρα. Θα την πάρει στο ταξί, θα πιούν μερικά ποτά και θα κάνουν έρωτα. Η κοπέλα έχει μόνιμη σχέση, και γιαυτήν είναι μια βραδιά εκτόνωσης και τίποτα άλλο. Για τον Θωμά λειτουργεί ως φάρμακο στον τελειωμένο γάμο του.  Παράλληλη αυτοεπιβεβαιώνεται.  Η γυναίκα του Μαρία πηγαίνει σε ψυχίατρο, επιχειρεί να συμβιβάσει τα πράγματα, έχουν και παιδί. Ο άντρας όμως εκτρέπεται πλήρως. Είναι ασυνεπής προς τις οικογενειακές υποχρεώσεις του, αναζητά συνεχώς το αντικείμενο του πόθου του. Στο σπίτι πλέον μαθαίνουν για την σχέση, ενώ ο άνδρας κάνει ότι δεν καταλαβαίνει, με χαμηλότονες συγκρούσεις και τέλος ελλειπτικό.

Με σπουδαίους σταρ και εκπληκτική μουντή φωτογραφία από τον Γιώργο Κουτσαλιάρη, σε δυό σκηνικούς χώρους (σπίτι, ταξί) αναδύεται ένα σύγχρονο ελληνικό υπαρξιακό θρίλερ με στοιχεία ψυχοπαθολογίας. Οι αφηγηματικές ισορροπίες είναι καλές, ενώ μέσα  από ένα σαφώς συνηθισμένο σενάριο, επίσης δηλαδή από το θέμα της κρίσης στο γάμο, ο σκηνοθέτης σχολιάζει ευρύτερα την σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Ανασφάλειες, χαμένα όνειρα, οικονομική κρίση, πίεση από τις υποχρεώσεις και ιδίως παρερμηνείες. Η αδυναμία αναγνώρισης του τι ακριβώς συμβαίνει οδηγεί στην χαμηλότονη τραγωδία. Μπορεί το τέλος να είναι ελλειπτικό, οι νοήμονες θεατές θα νοιώσουν.

«ΘΑΝΑΤΟΣ  ΣΤΗ….ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ» (1)

Η κριτική για το «ΜΙΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ»

Αν στον «Καθρέφτη» του Ταρκόφσκι, στις «΄Αγριες φράουλες» του Μπέργκμαν (και σε άλλα φιλμ) οι δημιουργοί αυτοβιογραφούνται, στο «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» ο Θόδωρος Αγγελόπουλος προλαβαίνει και ευτυχεί να καταθέσει δημόσια την διαθήκη του. Λάτρης (όπως μου είχε εξομολογηθεί) του Βισκόντι, κάνει το δικό του «ομοίωμα» του «Θανάτου του στην Βενετία» με σαφείς  αναλογίες, όπως  η άμμος της Βενετίας και η άμμος της Ελλάδας. Ο Τάτζιο και ο Ντερκ  Μπόγκαρντ, ο μικρούλης  των φαναριών και ο Μπρούνο  Γκανζ και ιδίως ο χρόνος. Η πόρτα του χωρόχρονου που οδηγεί στη θάλασσα, τιμή στον Λεόνε («Κάποτε στη Αμερική»), η αιώρηση της ιπτάμενης συνείδησης (ο Αντονιόνι και ο Βέντερς) και ιδίως ο θάνατος. Με οδηγό την «Λεωφόρο της Δύσης» η αφήγηση ενός νεκρού. Το σώμα που αρνείται να ταφεί, η ψυχή του Αλιόσα («Καθρέφτης») που συλλέγει θραύσματα, φλασάκια, forward plan  και η μεγάλη περιδίνηση.

Για μια ακόμα φορά σε ταινία του Αγγελόπουλου ακούγεται το παραδοσιακό αγαπημένο τραγούδι «Πάμε σαν άλλοτε».  Στο τώρα υπάρχει μόνον ο χρόνος του παρελθόντος, το «άλλοτε», ο ανοιχτός τάφος της Ελλάδας. Μόνον σε θρήνο αντιστοιχεί αυτό το παλαιό άσμα. Άλλοτε όπως στην εποχή του ονείρου, στην αναμονή της δόξας, που δεν ήλθε ποτέ, στην νίκη της Αριστεράς που διασπασμένη δεν μπόρεσε να πείσει, στο ποδόσφαιρο μας που πρίν 20 χρόνια ανεφλέγη και  κατέπεσε από τους ψαράδες των Φερόε (το άσμα αυτό ακούστηκε κατά κόρον στη χώρα μας στο Euro του 2004). Η νέα γενιά που λέει όχι στον ήρωα («Είναι πολύ αργά πιά»),η Αριστερά, που σπρωγμένη και παραπλανημένη, αφήνει τους στρατολογημένους γενειοφόρους νέους να κοιμούνται στα λεωφορεία, οι μεγάλο λεωφόροι που δεν οδηγούν πουθενά.  Κι ακόμα οι λέξεις που λείπουν, η ουτοπία που δεν μπορεί να βρεί τους χώρους της (τιμητική αναφορά στο «Αλοζανφάν» του Ταβιάνι), η αδυναμία οποιασδήποτε «συνομιλίας» και συναίνεσης. Ως σκυτάλη της προηγούμενης  ταινίας του «Το βλέμμα του Οδυσσέα» παίρνει την κραυγή του Βέγγου («Η Ελλάδα παθαίνει και πεθαίνει αργά») και προσφέρει στη χώρα μας την λύση και την ένεση  της ευθανασίας.

Η τρομερή κρίση στη χώρα άφησε μόνον τάφους. Ο Αλέξανδρος πεθαίνει, ένα μικρό παιδάκι κάπου ίσως μπορεί κάποτε να επιστρέψει…

«Πάμε σαν άλλοτε». Το θέμα είναι πως δεν υπάρχει ΚΑΠΟΥ να πάμε. «We can΄ τα go home again» πόσο ωραία το διατύπωσε ο Νίκολας Ρέι.

Σημείωση (1) Μεγάλο μέρος της ταινίας γυρίστηκε στη Θεσσαλονίκη

Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου

«ΜΙΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ»

ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ 24 ΙΟΥΝΙΟΥ ΣΤΟ ΘΕΡΙΝΟ CINE ΑΠΟΛΛΩΝ

ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΙΝΕΦΙΛ ΔΕΥΤΕΡΕΣ

Οι Σινεφίλ Δευτέρες παρουσιάζουν τη μοναδική ελληνική ταινία που κέρδισε Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, το «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, σε κόπια DCP ψηφιακά αποκατεστημένη, τη Δευτέρα 24 Ιουνίου στις 21:00 στο θερινό cine Απόλλων.

«Μια αιωνιότητα και μια μέρα» (έγχρωμη, 1998, Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, διάρκεια 130΄).

Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος. Σενάριο: Θόδωρος Αγγελόπουλος, Τονίνιο Γκουέρα, Πέτρος Μάρκαρης. Μουσική: Ελένη Καραΐνδρου. Παίζουν: Μπρούνο Γκανζ, Ιζαμπέλ Ρενό, Αχιλλέας Σκέβης, Αλεξάνδρα Λαδικού, Φαμπρίτσιο Μπεντιβόλιο, Δέσποινα Μπεμπεδέλη, Ελένη Γερασιμίδου, Αλεξάνδρα Λαδικού.

Βραβεία: Χρυσός Φοίνικας και βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών. Βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, β΄ γυναικείου ρόλου, μουσικής, κουστουμιών, ντεκόρ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

O Αλέξανδρος, ένας μεσόκοπος συγγραφέας, ασχολείται με το ημιτελές έργο του Σολωμού «Ελεύθεροι πολιορκημένοι». Από το ποίημα λείπουν λέξεις, κι ο Αλέξανδρος αποπειράται να τις συγκεντρώσει, να τις αγοράσει, όπως έκανε για τις δικές του λέξεις κι ο Σολωμός. Τούτες οι λέξεις μπαίνουν στο παζλ της συμπλήρωσης του ημιτελούς αριστουργήματος, για να στοιχειώσουν και τη ζωή τού Αλέξανδρου. Όμως οι δυνάμεις του έχουν εξαντληθεί, κι ο ίδιος βαδίζει προς το θάνατο. O χρόνος που του απομένει, ανήκει στις αναμνήσεις, στον απολογισμό μιας ζωής, γεμάτης χαμένες ευκαιρίες και λάθος κινήσεις. Μόνο μία κίνηση υπάρχει ακόμα: μια τυχαία συνάντηση μ’ ένα άστεγο αγόρι, παιδί των φαναριών. Προσκολλάται σ’ αυτό το παιδί, αναβάλλει την «αναχώρηση» και παρατείνει την αιωνιότητα κατά μία μέρα, για να μεταφέρει στον μικρό του φίλο κάτι από τη γνώση του, ν’ αφήσει τα ίχνη του πάνω σε κάποιον, μέσα από το βλέμμα του οποίου θα σωθεί εκείνος που φεύγει…

Η σύντομη κριτική αποτίμηση του Αλέξη Δερμεντζόγλου: «Μνημειώδες και άκρως διαχρονικό, αλλά και ιδιαίτερα προφητικό φιλμ του Αγγελόπουλου. Ουσιαστικά είναι ο κορυφαίος ύστατος διαλογισμός του για την Ελλάδα που πεθαίνει, που έχει χάσει το βήμα και το νόημα της ζωής, τις ιδέες, τις λέξεις, για να καταγράψει το δράμα της.

Σκληρός ο Αγγελόπουλος επιτίθεται και κατά της παραδοσιακής Αριστεράς, που με τον δογματισμό της κατάντησε ένα έκπτωτο λάβαρο. Μοναδική ελπίδα η γνώση, κάτι που στις μέρες μας είναι ξεκάθαρο ως ύστατη λύση. Με αυτήν, οι νέοι μπορούν, ως νέα ποιότητα αντίληψης, να σηκώσουν και πάλι τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα».

Μετά την προβολή θα ακολουθήσει συζήτηση όπου ο Αλέξης Δερμεντζόγλου θα αναλύσει το θέμα: «Η γνώση ως μοναδική λύση στην σύγχρονη αφασία».

Πέθανε η Ανούκ Εμέ

Απο το Athens Voice

Η σπουδαία Γαλλίδα ηθοποιός «έφυγε» σε ηλικία 92 ετών

H Ανούκ Εμέ έφυγε από τη ζωή το πρωί της Τρίτης (18.6) στο Παρίσι. Την είδηση του θανάτου της έκανε γνωστή η κόρη της. Πέθανε το πρωί της Τρίτης στο Παρίσι, Μανουέλα, με ανάρτησή της στο Instagram. «Με την κόρη μου, Γκαλάαντ και την εγγονή μου Μίλα, έχουμε την απέραντη θλίψη να ανακοινώσουμε τον θάνατο της μητέρας μου Ανούκ Εμέ. Ήμουν μαζί της όταν πέθανε σήμερα το πρωί, στο σπίτι της, στο Παρίσι».

Ποια ήταν η Ανούκ Εμέ

Η Ανούκ Εμέ διέγραψε τη δική της πορεία στον γαλλικό κινηματογράφο. Συνολικά συμμετείχε σε 74 ταινίες και σειράς κατά τη διάρκεια της σπουδαίας καριέρας της, που μέτρησε 7 δεκαετίες. 

Η Ανούκ Εμέ γεννήθηκε ως Françoise Dreyfus στις 27 Απριλίου 1932, στο Παρίσι. Ήταν κόρη ηθοποιών κι αν και μεγάλωσε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, αποφάσισε να ασχοληθεί με την υποκριτική συμπτωματικά, όταν γνώρισε τον σκηνοθέτη Henri Calef. Η πρώτη της συμμετοχή σε ταινία ήταν το 1946 στο φιλμ La Maison sous la mer, ήταν μόλις 13 ετών.   Σε νεαρή ηλικία σπούδασε υποκριτική και χορό. Γρήγορα έπαιξε σε άλλα ευρωπαϊκά φιλμ. Μέσα από την ταινία «La Dolce Vita» του Φεντερίκο Φελίνι θεωρήθηκε ένα «ανερχόμενο, εκπληκτικό αστέρι» στον κόσμο του κινηματογραφικού θεάματος. Στη συνέχεια έπαιξε στα έργα Λόλα, η γυναίκα της ακολασίας (1961) του Ζακ Ντεμί, «8½» (Φελίνι, 1963), George Cukor’s Justine (Ντεμί, 1969), Η τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου (1981) του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και Πρετ-α-πορτέ του Ρόμπερτ Άλτμαν (1994). Χάρις στην ερμηνεία της στην ταινία Ένας άντρας και μια γυναίκα (1966), η οποία τιμήθηκε με βραβείο Όσκαρ, κατέκτησε την παγκόσμια αναγνώριση.

Έχει καταγραφεί μία από τους 100 πιο ελκυστικούς ηθοποιούς στην ιστορία του κινηματογράφου, σύμφωνα με μια δημοσκόπηση του 1995 που διενέργησε το περιοδικό Empire. Το πρότυπο που ενσάρκωνε ήταν αυτό της «μοιραίας γυναίκας» με μελαγχολική αύρα. Στα ’60ς, το περιοδικό Life έγραψε ότι «μετά από κάθε ταινία, η αινιγματική ομορφιά της ενισχύεται στη μνήμη του κοινού» και την αποκάλεσε ως την ομορφότερη κάτοικο της «Αριστερής Όχθης» του Σηκουάνα, εννοώντας ότι οι ρόλοι που απέδιδε ήταν ιδιαίτερης καλλιτεχνικής κουλτούρας.

FEDERICO FELLINI / ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΦΕΛΙΝΙ: Ο ΜΑΓΟΣ ΤΟΥ ΣΙΝΕΜΑ

(οξύ & Π.Ε.Κ.Κ. 2024, 224 σελίδες)

παρουσίαση του βιβλίου από τον Κώστα Γ. Καρδερίνη

Με χαμηλωμένα τα φώτα της επικαιρότητας, η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.) ανασκαλεύει το έργο του Ιταλού μαέστρου […] σημειώνει στην εισαγωγή του ο, επί έξι συνεχείς θητείες, πρόεδρός της, Βασίλης Κεχαγιάς. ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΜΑΓΟΣ; διερωτάται στην επικεφαλίδα του εισαγωγικού αυτού κειμένου του και απαντά:

[…] Υπάρχει μόνον η φαντασία, ικανή να μας πείσει για την ανάγκη της ουτοπίας. Ασκήσεις αυτογνωσίας είναι η ζωή και τα λογικά σχήματα τις υπονομεύουν. Ζήτω το γέλιο ή -καλύτερα ακόμη- το πικρό, αυτοσαρκαστικό χαμόγελο του τσιρκολάνου. Πώς να αντέξει, με τα χρόνια, αυτή η παράδοξη φελινική βιοσοφία, πώς να συγκρατηθεί στην κινηματογραφική ιστορία, γαντζωμένη σε ένα διαρκές ταρατατζούμ; Τσιρκολάνος θα πουν οι μεν, μάγο θα τον χαρακτηρίσουν οι δε. […]

Όπως και να ’χει, ο φελινικός υπερκαρνάβαλος διατηρεί ακέραια τη γοητεία της ποίησης που ελάχιστα νοιάζεται για λογικά σχήματα και σαφείς προσδιορισμούς […] γράφει ήδη από το 1969 ο Βασίλης Ραφαηλίδης, σχολιάζοντας την ταινία Η Ιουλιέτα των πνευμάτων.

Όλα είναι αυτοβιογραφικά και τίποτα δεν είναι αυτοβιογραφικό στις ταινίες μου, εξομολογείται ο ίδιος ο Φελίνι περί των έργων του. Όλα είναι μαγικά και τίποτα δεν είναι μαγικό, θέλω να παραφράσω, διαβάζοντας τα σπουδαία αποκαλυπτικά κείμενα του Μίλαν Κούντερα και του Μάρτιν Σκορσέζε, τυπωμένα για πρώτη φορά το 2010 και το 2021 αντίστοιχα.

Παραμένει ζωντανό και επίκαιρο το κινηματογραφικό σύμπαν του Φεντερίκο Φελίνι; Πέραν των άνωθεν αναφερθέντων συντασσόμενων διακεκριμένων κριτικών σχολιαστών του, στο ερώτημα αυτό απαντά η αφρόκρεμα των μελών της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου:

Λευτέρης Αδαμίδης, Πάνος Αχτσιόγλου, Θόδωρος Γιαχουστίδης, Γιάννης Ν. Γκακίδης, Ρόμπυ Εκσιέλ, Σωτήρης Ζήκος, Γιάννης Ζουμπουλάκης, Κωνσταντίνος Καϊμάκης, Ιφιγένεια Καλαντζή, Δημήτρης Καλαντίδης, Γιάννης Καντέα-Παπαδόπουλος, ο υπογράφων, Θωμάς Λιναράς, Νίνος Φένεκ Μικελίδης, Δημήτρης Μπάμπας, Γιώργος Ξανθάκης, Δημοσθένης Ξιφιλίνος, Γιώργος Παπαδημητρίου, Γιάννης Ραουζαίος, Τάσος Ρέτζιος, Θόδωρος Σούμας, Μίλτος Τόσκας και Ηλίας Φραγκούλης.

Η εργογραφία του μεγάλου Ιταλού δημιουργού αναλύεται και σχολιάζεται ταινία προς ταινία και συνοδεύεται με πλούσιο αρχειακό υλικό, θρυλικές αφίσες, σκίτσα του Φελίνι και ιστορικές φωτογραφίες. Πλαισιώνονται, δε, με συγκριτικά κείμενα που ανασυνθέτουν τη χωροχρονικότητα και τη διακειμενικότητα της φελινικής φιλμογραφίας, με αποσπάσματα αυτοαναφορικά του ίδιου του σκηνοθέτη καθώς και με τη λίστα των ταινιών «που μπορώ να ξαναδώ, επίσης αυτές που θα ’θελα να ξαναδώ», όπως χαρακτηριστικά περιγράφει τα αγαπημένα του φιλμ.

Δεν είναι πολυτελής έκδοση αλλά ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην έντυπη ιστορία της Π.Ε.Κ.Κ. που τιμά σημαντικούς ανθρώπους της Έβδομης των Τεχνών. Για μας είναι η Πρώτη των Τεχνών, δηλώνει απερίφραστα ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, Βασίλης Κεχαγιάς.

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ  ΜΑΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

Η μοναδική ελληνική ταινία  που κέρδισε Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και το Βραβείο της Οικουμενικής  Επιτροπής. 

7 κορυφαία βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Γιατί αξίζει να ζούμε για να μεταφέρουμε γνώση στους άλλους.

Γιατί πρέπει να «πετάξουμε» τα παλιά ρούχα του φθαρμένου λόγου

ΠΡΟΣΟΧΗ! ΟΙ ΤΑΧΤΙΚΟΙ ΘΕΑΤΕΣ ΟΦΕΙΛΟΥΝ ΝΑ ΠΡΟΣΕΛΘΟΥΝ ΤΟ ΑΡΓΟΤΕΡΟ ΣΤΙΣ 20:30