Η ΙΛΑΡΗ ΟΨΗ ΜΙΑΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

κριτική για την « ΒΙΤΡΙΝΑ»  από το Filoitoysinema.blogspot.gr

«Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όπου επικρατεί στην Αμερική έντονος αντικομμουνισμός, ο γερουσιαστής Μακάρθι είναι πεπεισμένος ότι η «κόκκινη λαίλαπα» έχει εισχωρήσει στους καλλιτεχνικούς κύκλους και αποφασίζει να καθαρίσει το Χόλυγουντ έτσι ώστε να είναι σίγουρος ότι οι ταινίες θα είναι 100% αγνές, αμόλυντες, με το αμερικανικό ήθος να ξεχειλίζει σε κάθε σενάριο. Πολλοί σεναριογράφοι, σκηνοθέτες, ηθοποιοί βρήκαν το μπελά τους. Το χειρότερο, μπαίνοντας στις περίφημες «μαύρες λίστες», δεν μπορούσαν πια να δουλέψουν πουθενά.

Κάπου εδώ αρχίζει η ιστορία της ταινίας, όταν ο Άλφρεντ Μίλερ (Μάικλ Μέρφι), θύμα του μακαρθισμού, ζητά από τον παιδικό του φίλο, Χάουαρντ Πρινς (Γούντι Άλεν), να του «δανείσει» το όνομά του, να γίνει δηλαδή η βιτρίνα του, έτσι ώστε να μπορεί να συνεχίζει να γράφει σενάρια. Ο Χάουαρντ Πρινς είναι ένας απλός ταμίας σε diner, πολιτικά απαθής και τζογαδόρος, που μονίμως χρωστά λεφτά παντού. Το γεγονός ότι θα παίρνει ένα ποσοστό από τα κέρδη του φίλου του τον δελεάζει. Δέχεται. Και δελεάζεται τόσο πολύ που δέχεται να παίξει τη «βιτρίνα» και για άλλους δύο συγγραφείς.

Τα πράγματα κυλούν θαυμάσια για τον Χάουαρντ μέχρι που το μακρύ και απειλητικό χέρι του μακαρθισμού απλώνεται προς αυτόν. Επίμονες συνεντεύξεις, απαιτητικές επιτροπές που δεν τις ενδιαφέρει να ακούσουν την αλήθεια, απλά «δώσε ένα όνομα, ένα οποιοδήποτε όνομα». Οι «συνεντεύξεις», ή μάλλον ανακρίσεις, είναι εξαντλητικές, η επιμονή να δοθεί μια απάντηση, έστω και κατασκευασμένη, αρκεί να είναι αυτό που θέλουν να ακούσουν τα μέλη της επιτροπής, ασκεί απίστευτες πιέσεις στον ανακρινόμενο. Ο Χάουαρντ αισθάνεται ολοένα και περισσότερο την πίεση που του ασκείται, αρχίζει πια να ακούει και να βλέπει, δεν μπορεί πια να μείνει αμέτοχος, αντιδρά, σηκώνει κεφάλι, χλευάζει την επιτροπή, δεν ονοματίζει κανέναν. Με τις όποιες συνέπειες. Hero of the day.

Ο σεναριογράφος Γουόλτερ Μπερνστάιν υπήρξε ο ίδιος θύμα εκείνης της παρανοϊκής περιόδου και γνώριζε πολύ καλά πώς στήνονταν οι συνεντεύξεις. Όπως και ο σκηνοθέτης Μάρτιν Ριτ. Όπως και ο Ζίρο Μόστελ, ο οποίος δίνει μια αξέχαστη ερμηνεία. Όπως και ο ηθοποιός Χέρσελ Μπερνάρντι.

O Μάρτιν Ριτ σκηνοθετεί με μεγάλα σταθερά πλάνα και μονόπλανα, δινει σημασία στο διάλογο και επιχειρεί με την αφηγηματική του γραφή να μας «διδάξει», να μας κάνει να καταλάβουμε. Κατά κάποιο τρόπο, ακολουθεί μια δική του γραμμή «κοινωνιστικού ρεαλισμού», ενώ αποσυμπιέζει το γέλιο με μερικές αξιοσημείωτες σκηνές όπως της χαράς και της αποδοχής του τέλους ή της ελλειπτικά δοσμένης αυτοκτονίας.»

Σχολιάστε