Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος: Ο Μανάβης, ο Αχελώος κι ο παππούς μου.

[μέρος της συνέντευξης δημοσιεύτηκε στο Φιλμ Νουάρ της Πέμπτης 25/04/2013]
του Κώστα Γ Καρδερίνη
kouΤον γνωρίσαμε σκηνοθετικά στο Φεστιβάλ της Δράμας όταν ακόμα σπούδαζε στο Πανρωσικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου της Μόσχας (VGIK). Αρχικά με το βωβό αριστούργημα Τα αγαπημένα του πρόσωπα (1992) και κατόπιν με το πτυχιακό ομιλόν Η Γέφυρα (1995). Μετά το φανταρικό του, επέστρεψε με το σημαδιακό ντοκιμαντέρ Ο Ηρακλής, ο Αχελώος και η Γιαγιά μου (1997) το οποίο μας απογείωσε. Οι «χαμηλές πτήσεις» στην Πίνδο συνεχίστηκαν ως σήμερα που μας παρουσιάζει έναν ηράκλειο πλανόδιο Μανάβη (2013).
– Πόσον καιρό κουβαλάς τις εικόνες και την ιδέα αυτού του οδοιπορικού;
Τον μανάβη τον θυμάμαι από την εφηβεία μου, όταν περνούσα τα καλοκαίρια στο χωριό μου, το Αρματολικό, ένα από τα χωριά του δρομολογίου του στην νοτιοδυτική Πίνδο. Τον θυμάμαι, μια μέρα την εβδομάδα, να έρχεται και να πουλάει την πραμάτεια του. Είχε φρούτα που δεν ευδοκιμούσαν στα ορεινά της Πίνδου, όπως σταφύλια, ροδάκινα, καρπούζια. Τον θυμάμαι καθαρά από τότε, τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Μάλιστα σε ένα ντοκιμαντέρ που έκανα στα τέλη της δεκαετίας του ’90 για το Παχτούρι, μια κοινότητα της περιοχής, του έκανα κάποιες λήψεις. Δεν σκέφτηκα όμως τίποτε παραπέρα.
Πριν από κάνα δύο χρόνια, που έκανα καλοκαιρινές διακοπές στο χωριό μου, καθώς ψώνιζα από τον μανάβη μού ήρθε ξαφνικά η ιδέα και του ζήτησα να με πάρει μαζί του σε ένα δρομολόγιο. Δεν το είχα προσχεδιάσει, προέκυψε αυθόρμητα. Σε μια άκρη του μυαλού μου ίσως να γυρόφερνε η σκέψη για ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ. Στη διαδρομή όμως έμεινα έκπληκτος από όσα συνέβαιναν γύρω από το φορτηγάκι του. Διαπίστωσα πως το μανάβικο λειτουργεί ως αποκαλυπτικός καθρέφτης για τον τόπο και τους ανθρώπους. Έτσι αποφάσισα να παρακολουθήσω το δρομολόγιό του στις τέσσερις εποχές του χρόνου.
– Ο Μανάβης έχει σχέση με τη γιαγιά Δημητρούλα ( Ο Ηρακλής, ο Αχελώος και η Γιαγιά μου) και τη μυθοπλασία Ο Γιος του Φύλακα (2006);
Νομίζω πως αυτές οι τρεις ταινίες είναι τρεις διαφορετικές απόπειρες προσέγγισης του ίδιου θέματος, του τόπου καταγωγής μου. Στον «Ηρακλή», δέσποζε το μυθολογικό στοιχείο, ήταν δηλαδή μια απόπειρα για μια σύγχρονη εκδοχή του μύθου της πάλης του Ηρακλή με τον Αχελώο, με τη γιαγιά μου στο ρόλο της Διηάνειρας, μέσα από τη φόρμα της τραγωδίας. Στο «Γιο του Φύλακα» κυριαρχούσε η μνήμη του τόπου ως εμμονή με φόντο την εγκατάλειψη και στον «Μανάβη» δεσπόζει το παρόν αυτών των κοινοτήτων και οι διαδοχικές μεταμορφώσεις τους στις τέσσερις εποχές του χρόνου.
– Πόσο δύσκολο είναι να μην αλληλοκαλύπτονται θέματα που συμβαίνουν σε κοινό τόπο;
Θεωρώ ότι η αλληλοεπικάλυψη είναι θεμιτή όχι μόνο γιατί, όπως λέγεται για τους κινηματογραφιστές, τελικά σ’ όλη μας τη ζωή γυρίζουμε την ίδια ταινία αλλά και γιατί μιλάμε για διαφορετικές προσεγγίσεις που σε κάποια σημεία γειτνιάζουν. Στη δική μου περίπτωση επανήλθα αυθόρμητα στο ίδιο θέμα, στην περιοχή δηλαδή απ’ όπου κατάγομαι αλλά η προσέγγιση είναι εντελώς διαφορετική. Γιατί τελικά δεν έχει τόσο σημασία το τι λες αλλά το πώς το λες.
– Ο Αχελώος εξακολουθεί να είναι τόσο καίριο ζήτημα όσο φαίνεται;
Το θέμα της εκτροπής του Αχελώου σηματοδοτεί κατά τη γνώμη μου τη συνολικότερη “εκτροπή” της νεοελληνικής κοινωνίας και κυρίως την “εκτροπή” της πολιτικής. Ένας υπερφίαλος, επικίνδυνος, μεγαλοϊδεατισμός που κυρίως γίνεται για πολιτικές σκοπιμότητες και εξυπηρετεί σαφώς οργανωμένα συμφέροντα. Όμως το διακύβευμα αυτή τη φορά είναι μεγάλο.
– Είναι δυνατόν στην Ελλάδα του «σήμα καμπάνα» να μην έχει ο κόσμος τηλέφωνο;
Δυστυχώς είναι. Στην Ελλάδα του σήμερα οι άνθρωποι των απομακρυσμένων περιοχών δεν λαμβάνονται υπόψη από την πολιτεία και κυριολεκτικά στερούνται τα βασικά. Δεν είναι μόνο οι τηλεπικοινωνίες. Πεθαίνουν σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, επειδή δεν υπάρχει ένας γιατρός ή οδικό δίκτυο για την έγκαιρη μεταφορά τους σε νοσοκομείο.
– Βλέπουμε στην τιβί ιστορίες νέων να επιστρέφουν στην ύπαιθρο. Στην Πίνδο υπάρχει «ρεύμα»;
Όχι, ακόμη. Ίσως λόγω του ότι η περιοχή δεν προσφέρεται για αγροτικές καλλιέργειες παρά μόνο για κτηνοτροφία. Μακάρι να γίνει κάτι στο μέλλον. Τα πράγματα όμως δεν είναι καθόλου αισιόδοξα…
– Ο κύκλος των εποχών γιατί αρχίζει και κλείνει χειμωνιάτικα;
Επιλέξαμε στο μοντάζ ο χειμώνας να μοιραστεί στα δύο, να μοντάρουμε δηλαδή με βάση τις τέσσερις εποχές και τις δυο όψεις του χειμώνα: την ήπια και την σκληρή. Αυτό έγινε γιατί θεωρούμε πως ο χειμώνας είναι η εποχή της “αλήθειας” γι’ αυτές τις περιοχές. Η εποχή όπου ο τόπος απογυμνώνεται και αποκαλύπτονται όσα η βλάστηση και το πράσινο κρύβει. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
– Πως είδαν το πορτρέτο αυτό οι ντόπιοι και η οικογένεια του πρωταγωνιστή;
Ο μανάβης με την οικογένειά του ήρθαν στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και ήταν παρόντες στην πρώτη προβολή! Και πρέπει να ομολογήσω πως είχα αγχωθεί πάρα πολύ για το πώς θα του φανεί η ταινία. Μάλιστα στην προβολή έκατσα σε σημείο που να μπορώ να τους βλέπω. Όταν άναψαν τα φώτα και τους είδα να με κοιτούν συγκινημένοι και να χαμογελούν χάρηκα πάρα πολύ!
– Ο παππούς Δαίδαλος, μαραγκός και μουσικός από το Αρματωλικό, πόσο κοντά σου ήταν;
Σκέφτομαι πολύ συχνά τον παππού μου. Κρίμα που πέθανε όταν ήμουν σε μια ηλικία που δεν μπορούσα να καταλάβω και να εκτιμήσω την προσωπικότητά του. Ήταν πραγματικά ένας θησαυρός, ένας λαϊκός καλλιτέχνης μ’ όλη τη σημασία της λέξης. Μάλιστα κάθε φορά που επισκέπτομαι την περιοχή βλέπω αντικείμενα που κατασκεύασε σχεδόν σε κάθε σπίτι. Και όλοι θα μου μιλήσουν για αυτόν και για το πως χρησιμοποιούν ακόμη τις καρέκλες του, τις βαρέλες, τα σκαφίδια, τους αργαλειούς και πόσο γερά και όμορφα είναι. Γιατί ο παππούς είχε έναν δικό του, ξεχωριστό τρόπο να φτιάχνει πράγματα. Το αρχειακό υλικό των τίτλων τέλους είναι γυρισμένο στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και αρχές του ’80 σε super 8 και αφορά αποκλειστικά το Παχτούρι. Γυρίστηκε από τον κύριο Χρήστο Λάκκα και μου το εμπιστεύτηκε και τον ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό. Δυστυχώς ο παππούς μου δεν είνα ανάμεσα στους ανθώπους που εμφανίζονται εκεί.
– Οι πρόσφατες σπουδές επηρέασαν ή επηρεάστηκαν από τις κινηματογραφικές σου ανησυχίες;
Όταν ήμουν μικρός και με ρωτούσαν τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω έλεγα “λαογράφος”. Μάλιστα θυμάμαι πως έκανα συλλογή από παλιά αντικείμενα και σε ένα τετράδιο αντέγραφα τους στίχους των τραγουδιών από τους παππούδες και τις γιαγιάδες στο χωριό μου. Αργότερα με κέρδισε ο κινηματογράφος αλλά πάντα μέσα μου ήθελα να ασχοληθώ με τη λαογραφία και την ανθρωπολογία. Έτσι πριν από κάποια χρόνια έδωσα κατατακτήριες εξετάσεις στο τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου. Παρ’ όλο που δεν αποφοίτησα ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα περίοδος για μένα.
– Πόσο σημαντικό είναι ένα Βραβείο Κοινού στο 15ο ΦΝτΘ;
Τα Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ ήταν για μένα και τους συνεργάτες μου μεγάλη χαρά. Γιατί αυτή η ταινία ήταν ανεξάρτητη παραγωγή και έγινε σχεδόν χωρίς καμιά βοήθεια και αποκλειστικά με προσωπική εργασία. Παρόλο που αρχικά στεναχωρηθήκαμε που η ταινία δεν επιλέχθηκε για το επίσημο πρόγραμμα πιστεύαμε σ’ αυτή και είπαμε, έστω κι έτσι, να συμμετάσχουμε στο Φεστιβάλ. Το γεγονός πως το βραβείο δεν έχει οικονομικό αντίκρισμα είναι κρίμα αλλά από την άλλη είναι κατανοητό.
– Στη σελίδα σου, koutsiabasakos.gr, δεν αναφέρονται όλες οι μικρού μήκους που έχεις κάνει!
Να πω την αλήθεια δεν το είχα πάρει είδηση πως απουσιάζουν. Θα το διορθώσω!
– Ποια τα επόμενα σχέδιά σου; Μαθαίνω ότι είναι πλούσια!
Πράγματι, η κρίση φαίνεται πως μας έχει κινητοποιήσει! Βρίσκομαι στο στάδιο των γυρισμάτων δύο ντοκιμαντέρ. Το ένα ονομάζεται «Πρόσωπα και Προσωπεία» και αφορά μια ομάδα νέων που σπουδάζουν ηθοποιοί όπου παρακολουθούμε την εξέλιξή τους καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών τους που κρατούν τρία χρόνια. Είναι στην ουσία ένα ντοκιμαντέρ για μια ομάδα νέων που προσπαθούν να υλοποιήσουν το όνειρό τους σε μια περίοδο κρίσης. Και το άλλο ονομάζεται «Παλιά φυλακή Τρικάλων – Σιωπηλός μάρτυρας» και είναι ένα βιογραφικό ιστορικό των παλιών φυλακών Τρικάλων. Έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Παράλληλα προσπαθούμε να βρούμε κάποια χρηματοδότηση γιατί, κακά τα ψέματα, κινηματογράφος δεν γίνεται χωρίς χρήματα. Μπορεί να ξεκινήσεις κάτι χωρίς χρήματα αλλά είναι πολύ δύσκολο να το ολοκληρώσεις.
– Ραντεβού με τον φωτεινό Μανάβη στις σκοτεινές αίθουσες από την Πέμπτη 25 Απριλίου.

Σχολιάστε