ΤΟ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

Το ανθρώπινο τείχος

Με αφορμή την ταινία «Κανένας» του Χρήστου Νικολέρη

Του Στράτου Κερσανίδη

Δε με ξενίζει το γεγονός πως η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας τάσσεται υπέρ της κατασκευής του τείχους στα σύνορα. Με τρομάζει. Η λήθη σαν σκόνη έχει σκεπάσει τη χώρα, οι έλληνες ξεχνούν τις δικές τους μεταναστεύσεις και τις δικές τους προσφυγιές. Θύματα του δυτικού ευδαιμονισμού αδυνατούν να αντιληφθούν ένα σύγχρονο πρόβλημα και να το αντιμετωπίσουν, τουλάχιστον, με κατανόηση. Η εμφάνιση του «άλλου», του «διαφορετικού» ανέκαθεν κινητοποιούσε αμυντικά αντανακλαστικά. Μια απλή υπενθύμιση στο πως αντιμετωπίζονται οι ρομά, ή στην εικόνα που υπάρχει ακόμη και σήμερα για τους εβραίους στην πλειοψηφία του πληθυσμού θα μας πείσει για του λόγου το αληθές. Κι ακόμη στο πως αντιμετωπίζουμε άλλες ομάδες πληθυσμού όπως οι ομοφυλόφιλοι ή οι ψυχασθενείς μην αντέχοντας τη διαφορετικότητα. Και για να γίνω ακόμη πιο σκληρός δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αντιμετωπίστηκαν οι χιλιάδες των προσφύγων από τη Μικρά Ασία από τους γηγενείς. Κι αν θέλετε πως αντιμετωπίστηκαν και αντιμετωπίζονται οι έλληνες που ήρθαν από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες.   

Μόνο που το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό. Αντίστοιχες συμπεριφορές υπάρχουν σε ολόκληρη την Ευρώπη, για να μείνουμε στην ήπειρό μας. Δεν είναι μόνο η ναζιστική λαίλαπα που στήριξε ολόκληρο το ιδεολόγημά της στην ανωτερότητα του γερμανικού έθνους (κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και εδώ και δυστυχώς όχι μόνον από τα ανθρωπάρια της Χρυσής Αυγής), είναι και ο καθαρά φυλετικός πόλεμος που διέλυσε τη Γιουγκοσλαβία, οι συρράξεις σε περιοχές της πρώην ΕΣΣΔ. Αλλά και ακόμη πιο ήπιες καταστάσεις όπως η διαφορές μεταξύ του ιταλικού βορά και νότου ή η καχυποψία με την οποία αντιμετώπισαν οι πρώην δυτικογερμανοί τους πρώην ανατολικογερμανούς.

Βλέπουμε λοιπόν πως ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, η καχυποψία δεν είναι φαινόμενο ελληνικό. Και φυσικά όλα αυτά τα εκμεταλλεύεται η εκάστοτε εξουσία, πολιτική, θρησκευτική, οικονομική κλπ. για να οικοδομεί σύνορα και τείχη ανάμεσα στους ανθρώπους επειδή έτσι μπορεί και τους ελέγχει καλύτερα.

Πριν από μερικά χρόνια, μετά την κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης η χώρα μας δέχτηκε χιλιάδες μετανάστες, κυρίως από τη γειτονική Αλβανία. Την εποχή εκείνη είχε δημιουργεί ένα έντονο αντιαλβανικό κλίμα, εξαιτίας της αύξησης της εγκληματικότητας κάτι που ίσχυε. Μάλιστα η λέξη «αλβανός» είχε αντικαταστήσει τη λέξη «εγκληματίας», αλλά και τη λέξη «σκλάβος» για να μην ξεχνιόμαστε! Πολλοί τότε μιλούσαν για την υποτιθέμενη ανωτερότητα των ελλήνων και για την εγκληματικότητα των Αλβανών η οποία βρίσκεται στο Ντι Εν Έι τους. Μία επικίνδυνη γενίκευση –γενίκευση ίσον ναζισμός- που είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξουν και πογκρόμ εναντίον τους σε διάφορες περιοχές της ελληνικής περιφέρειας. Τα χρόνια πέρασαν, οι μετανάστες από τη γειτονική μας χώρα ενσωματώθηκαν, τα παιδιά τους μιλούν ελληνικά καλύτερα από διάφορες κραυγάζοντες  ελληναράδες και ουδείς πλέον ασχολείται με αυτούς. Τώρα βρήκαμε άλλους εχθρούς που απειλούν τον εθνικό μας ιστό (κουραφέξαλα).

Μόνο που η διαφορετικότητα εξακολουθεί να ενοχλεί και εκείνοι που κάποτε ήσαν θύματα με τον καιρό μετετράπησαν σε θύτες. Έχοντας ενσωματωθεί νιώθουν να απειλούνται από άλλους που βρίσκονται σήμερα στη θέση που βρίσκονταν αυτοί. Ο «άλλος» πάντοτε παραμένει τέτοιος και δύσκολα γίνεται αποδεκτός. Το αποτέλεσμα είναι οι διάφορες εθνικές ομάδες που υπάρχουν στη χώρα να λειτουργούν πίσω από τείχη και να προσπαθούν να διατηρήσουν την καθαρότητά τους. Άλλη ανοησία κι αυτή.

Με αυτό το θέμα καταπιάνεται ο Χρήστος Νικολέρης στην ταινία του «Κανένας». Με κοινότητες μεταναστών που έχουν ενσωματωθεί αλλά δεν αντέχουν η μία την άλλη. Οι σύγχρονοι Καπουλέτοι και Μοντέκοι είναι Αλβανοί και Ρώσοι που ζουν στην Ελλάδα. Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα είναι αντίστοιχα ο Γκόραν και η Τζούλια. Δύο έφηβοι δεύτερης γενιάς, με όνειρα για ένα καλύτερο μέλλον. Όνειρα για να ξεφύγουν από το περιβάλλον που μεγάλωσαν, όνειρα που δεν τα συμμερίζονται οι οικογένειές τους. Φυσικά η αγάπη τους δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή, η σύγκρουση των δύο κόσμων από τους οποίους προέρχονται θα τους παρασύρει. Για τον Γκόραν και την Τζούλια δεν υπάρχουν πατρίδες. Συνεννοούνται στα ελληνικά και η δική τους πατρίδα δεν είναι ούτε η Ρωσία, ούτε η Αλβανία,  είναι η αγάπη, ο έρωτας, το όνειρο της δραπέτευσης.

Ο Χρήστος Νικολέρης αφηγείται με τρόπο μεστό. Μπαίνει στην καρδιά του προβλήματος, ακολουθεί βήμα – βήμα την επερχόμενη τραγωδία. Οι ήρωές του αγωνίζονται να γκρεμίσουν το ανθρώπινο τείχος που τους εγκλωβίζει. Μόνο που οι εθνικιστικές και οι θρησκευτικές εμμονές είναι πολύ δυνατές. Μοιάζουν ανίκητες. Είναι σαν «τη βλακεία που είναι ανίκητη».

Δεν υπάρχει καμία χαραμάδα αισιοδοξίας στην ταινία. Ο Νικολέρης είναι σκληρός και ρεαλιστής και φαίνεται σα να μας σιγοψιθυρίζει, σα να μας παροτρύνει να δώσουμε εμείς τη νότα αισιοδοξίας που λείπει από την ταινία του. Γιατί οι λύσεις δε δίνονται μέσα από το σινεμά. Οι λύσεις δίνονται από τους ανθρώπους στην πραγματική ζωή. Τη ζωή που στέρησαν από τον Γκόραν και τη νΤζούλια. Τη ζωή που στερούν από χιλιάδες, από εκατομμύρια μετανάστες. Τη ζωή που μας στερούν επειδή όλοι είμαστε μετανάστες. Ας το καταλάβουμε…

Σχολιάστε