Ανδρέας Μαριανός: Οι αγάπες μας, μάς αποτελούν…

Ουζερί Τσιτσάνης

του Κώστα Γ. Καρδερίνη

Ακραιφνής μικρομηκάς μάστορας και ένθερμος υποστηρικτής πολλών επερχόμενων κινηματογραφιστών στα μικρά τους βήματα, παντοιοτρόπως. Συγγραφέας εξ αποστάξεως, ηθοποιός σημαίνει φως, βοηθός σκηνοθέτης και αρωγός. Νυν μεγαλομηκάς της ταινίας με τον τίτλο Ειμαρμένη, με αντιστάθμισμα τα 35 χρόνια παρουσίας στον κινηματογραφικό χώρο, όπως ο ίδιος σχολιάζει παρακάτω. Αντισυστημικός ή εξωσυστημικός; Σίγουρα ρεαλιστής, δηλώνει και είναι εξοργισμένος με κάθε μετριότητα που λυμαίνεται τα όνειρά μας. Σε όλους τους χώρους ανεξαιρέτως και σε όλους τους χρόνους ανυπερθέτως.

Το δεύτερό σου όνομα είναι Ιούδας! Από που έλκεις την καταγωγή σου;

Έχοντας δει πόσο έχει κακοπάθει το ρήμα “έλκω” από διάφορους που “ελκύονται” διαρκώς, δε μπορώ παρά ν’ αρχίσω δηλώνοντας την έκπληξή μου για τα σωστά ελληνικά σου, δυστυχώς οι διαχειριστές του λογού εν Ελλάδι, δε μας έχουν συνηθίσει σε τέτοια. Σαν ήμουν μικρό παιδί, διάλεξα τη μεριά μου, όπως όλοι. Ο Ιούδας, το κατά την ταπεινή μου γνώμη αδικημένο μέλος της Ιστορίας, απέκτησε έναν υπερασπιστή. Έκτοτε, το όνομα με συνόδευσε ως τώρα, με μεγάλη μου χαρά, θεωρώντας το περισσότερο “δικό” μου απ’ εκείνο που απεφάσισε ένας νονός, δίχως να ερωτηθώ. Η συνύπαρξη και των δυο ονομάτων, εκείνου του πρωτόκλητου και του “αποστάτη”, δε δηλώνει παρά το δισυπόστατο της ύπαρξης ενός δίδυμου με ωροσκόπο δίδυμο, σελήνη και Αφροδίτη στους Διδύμους, Έλληνος, υπερήφανου, την καταγωγή!

Μίλησέ μου για τη γνωριμία σου με το Βασίλη Τσιπίδη;

Αρχές του ’74 συναντήθηκα με τον αξέχαστο, αγαπημένο Βασίλη Τσιπίδη. Από τότε δε χωρίσαμε ποτέ. Είδε, ένα παιδί που ροβόλαγε ακαθοδήγητο κι έβαλε ένα σημαντικό λιθάρι να μην πάει χαμένο αυτό το παιδί. Του χρωστώ πολλά, υπερβολικά πολλά, του Βασίλη. Αν και η έναρξη της συνεργασίας μας, δεν ήταν καθόλου εύκολη. Παρότι σχεδόν υιοθετημένος απ’ αυτόν, εκείνα τα χρόνια, όταν του πρότεινα το ρόλο στην Παραλυσία, γιατί αυτόν είχα δει, εκεί, αρνήθηκε, για έναν αστείο όσο και σημαντικό λόγο. Έτρεφε μια τεράστια γενειάδα, εξαιτίας μιας θεατρικής δουλειάς του, η οποία, όμως, αίφνης και απρογραμμάτιστα, τού πρόσφερε ένα σημαντικό εισόδημα και απασχόληση, μιας και όποτε χρειάζονταν έναν παπά, το Βασίλη καλούσαν. Για να παίξει στην ταινία, θάπρεπε να ξυριστεί ως απόστρατος συνταξιούχος, οπότε δε γινόταν. Δυόμισι χρόνια τον πολιορκούσα. Πολλές φορές δοκίμασα να πάρω κάποιον άλλο στο ρόλο αυτό. Μόλις τον έβλεπα επί τούτου, όμως, αισθανόμουνα ότι δε μπορούσε να είναι άλλος από το Βασίλη. Δέχθηκε τελικά κι αυτό ήταν το τελειωτικό μας δέσιμο, από τότε δεν υπήρξε ταινία μου που δεν ήταν μέσα ο Βασίλης. Κι ο,τι παρέλαβε, τόκανε με τον καλύτερο τρόπο. Μου λείπει, θα λείπει σίγουρα από πολύ κόσμο και δύσκολα θα ξεπερασθεί η απουσία του. Ήταν πλήγμα για όλους.

Πώς έγινε το Κι αν είναι αλήθεια;

Το Κι αν είναι αλήθεια;, είναι μια από τις δυο μου ταινίες που δεν εμπλέκεται ο Βασίλης. Είναι μια ταινία της νεότητος, την προόριζα για πτυχιακή [1981; Ένας νεαρός κιν/φιστής είναι αγχωμένος γιατί πρέπει να γυρίσει μια ταινία για το πτυχίο του] αλλά τα εργαστήρια (Ρουσσόπουλος) κατέστρεψαν το μισό υλικό. Το άλλο μισό, είχε οπτυρασιόν, παρότι η κάμερα ήταν νοικιασμένη αυτός που τις νοίκιαζε δεν απεδείχθη ιδιαίτερα επαγγελματίας μιας και η γκρίφα της εξέθετε μιάμιση φορά κάθε καρρέ. Την άφησα στα κουτιά της, είχα ήδη στο μοντάζ το Σύγχρονο τότε και την ξέχασα. Είκοσι χρόνια μετά, περιμένοντας τα υλικά για να αρχίσει το μοντάζ της Πείνας, για να ζεσταίνω τον πολύ παγωμένο και υγρό χώρο που είχα τότε τη μουβιόλα, άρχισα να μοντάρω αυτά τα υλικά. Ήρθε η Πείνα και ξέχασα την ήδη μονταρισμένη εικόνα. Ένα χρόνο αργότερα στη μετακόμιση της μουβιόλας, αυτό το κουτί, ήταν αδιευκρίνιστο τι περιείχε. Αφού το άφησα στην άκρη κάνα μήνα μέχρι να το δω, ανεκάλυψα ότι ήταν ήδη μονταρισμένη εκείνη η παλιά ταινία, με το φαινόμενο της οπτυρασιόν, βέβαια, σε αρκετά πλάνα. Ήταν ο καιρός [1998] που η ασχετίλα γνώριζε μεγάλες πιένες στη Δράμα και όλο βραβευόταν κάτι παρόμοιο. Τι πιο απλό από το να αρχίσει η πλάκα απέναντι στο φεσιβάλ αυτό. Την έστειλα πιστεύοντας ότι θα την κόψουν βέβαια, εκείνοι με εξέπληξαν, όχι μόνο την πέρασαν αλλά την έβαλαν και σε πολύ καλή μέρα, να τη δουν όλοι. Παρά ταύτα, είναι μια ταινία που έχει την ιστορία και τη λογική της. Να σημειώσω εδώ ότι έγινε αφορμή για τη γνωριμία μου με τη μια και μοναδική Πάολα της Αθήνας.

Σε θυμάμαι από τη Δράμα, να θες να υπερβείς τα εσκαμμένα! Τι άλλαξε από τότε;

Δε νομίζω εσωτερικά να άλλαξαν πολλά… Ελπίδα, ούτε τότε είχα. Η παρουσία μιας συγκεκριμένης κλίκας στην εξουσία αυτού του κρατικοδίαιτου φεσιβάλ, σήμαινε τον εφ’ όρου ζωής παντοιότροπο αποκλεισμό μου. Η Δράμα είναι ο προπαγανδιστής του σινεμά που προτιμά η εξουσία, ανώδυνο, ελαφρύ και να μη συμβαίνει τίποτε… Ανήκα πάντα στη μεριά εκείνων που διάλεξαν το σινεμά γιατί τους αρέσει να αναστατώνουν και να αναστατώνονται. Άρα στη Δράμα δε θα τύχαιναν ούτε μιας απλής σωστής προβολής οι ταινίες μου. Αυτό φάνηκε πολύ καλά στις δυο ταινίες που αποτελούσαν μέρος της “πλάκας”, το Κι αν είναι αλήθεια; και το Candanto en Barcelona που έτυχαν αμφότερες άριστης προβολής. Αντίθετα σε όλες τις άλλες που αποτελούσαν το σοβαρό κινηματογραφικό λόγο που προσπαθώ να αρθρώσω, είχαμε προβλήματα και στην προβολή. Η Δράμα, ως δημιουργού, μου είναι αδιάφορη, θάπρεπε να αφορά μόνο αυτήν την παρέα που λυμαίνεται τα κονδύλια και τα βραβεία της. Παρά ταύτα, ακόμα οι ελπιδοφόροι νέοι, εγκλωβίζονται στη δίνη της μέχρι να βρουν ένα δρόμο μακρυά της.

Βλέπεις ομοιότητες με την ομάδα Τούγκο-Τούγκο, των αναλογιών τηρουμένων;

Τούγκο-Τούγκο… Συγγένεια κινηματογραφική, δε μπορώ να γνωρίζω, ίσως. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι όταν είδα τότε την ταινία, ενθουσιάσθηκα. Και η πορεία των παιδιών που την είχαν υπογράψει δείχνει ότι δεν είχα άδικο. Πιστεύω παρά ταύτα ότι καθένας έχει δικό του δρόμο που είναι μοναδικός, όσες ομοιότητες κι αν βρίσκει στο περιβάλλον. Κινηματογραφιστές με ικανότητες και άξιοι σεβασμού στο χώρο μας, πολλοί.

Τι λες για τους Γιάννη Ακονίδη & Γιάννη Φάγκρα; [δάσκαλοί του στη σχολή]

Ο μεν Γιάννης Φάγκρας είναι κινηματογραφιστής, μιας άποψης που δε με βρίσκει πάντα σύμφωνο, αλλά έχει κινηματογραφική σκέψη και λογική, έχει συγκροτημένο μυαλό και άποψη γι’ αυτό που θέλει να πει και τον τρόπο που θα το κάνει. Ο Γιάννης Ακονίδης δε νομίζω ότι υπήρξε ποτέ κινηματογραφιστής. Κάποιες άκρες πρέπει νάχε με τη συμμορία που λυμαίνεται τη Δράμα, έχουν γίνει πολλά σκάνδαλα για πάρτη του το 1991 και το 1997, παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερε να παρουσιάσει ποτέ κάτι που νάναι ελαχίστως άξιο λόγου. Αντιμετωπίσθηκε πολύ προνομιούχα από την κάστα και δε μου δείχνει ενάντιος σε τίποτα με όλη του τη στάση την τελευταία εικοσαετία. Ανήκουμε σε παντελώς διαφορετική σφαίρα εκείνος κι εγώ. Ο Φάγκρας μπορεί να μην είναι συγγενής μου κινηματογραφικά, μα έχει λογική κινηματογραφική. Του Ακονίδη η λογική είναι ακριβώς η ίδια λογική με του αρπάχτρα, οπότε δε θάχε νόημα καμμιά συζήτηση επί του θέματος.

Πώς σου ήρθε η όρεξη να κάνεις ντοκιμαντέρ;

Όλα τα κινηματογραφικά είδη θέλω να κατέλθω. Ντοκυμανταίρ πάντα ήθελα να κάνω, το κίνητρο έλειπε. Μην ανήκοντας στην κάστα που έχει τις εγκρίσεις, δεν υπήρχε λόγος να δοκιμάσω πρόταση ποτέ. Γνώρισα το Rod Dudley, εκτίμησα πολύ τη δουλειά και τη ζωή του, την αφοσίωσή που 60 χρόνια δείχνει στο όραμά του, και θέλησα να κάνω αυτήν την ταινία.

Μετά από 30 χρόνια μικρομηκάς ήρθε μια μεγάλου μήκους!

Η Ειμαρμένη, γεννήθηκε στη διάρκεια των γυρισμάτων της μικρού μήκους Διαβόλου κάλτσα, όπου φίλοι και συνεργάτες με ενθάρρυναν με την προσφορά τους να κάνω, επιτέλους μια μεγάλου μήκους – κάτι που προσπάθησα και στο παρελθόν, όταν ήμουνα 21 ετών, αλλά δίχως καθόλου πόρους σινεμά δε γίνεται. Στην Ειμαρμένη, είχα ως αντιστάθμισμα, τα 35 χρόνια παρουσίας στο χώρο.
Μπήκε λοιπόν, κάτι σαν άσκηση, που ήταν και όλη η γοητεία της αρχής του εγχειρήματος: Πως είναι δυνατόν, χρησιμοποιώντας τις δεσμεύσεις που προκύπτουν από τα γυρίσματα, αυτό το υλικό, με τρόπο διαφορετικό, να είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί σε μια εντελώς διαφορετική ταινία.
Παρά τις δυσκολίες, τα γυρίσματα τελείωσαν σχετικά γρήγορα, αν κρίνει κανείς από την ταλαιπωρία που ακολούθησε στο μοντάζ. Είχα την ατυχία να συναντηθώ με κυριολεκτικά αστείους ανθρώπους, που μόνο ταλαιπώρησαν. Σήμερα, κοντά 4 χρόνια μετά, η ταινία ακόμα οδεύει προς το τέλος της, εξ αίτιας κάποιων που βρέθηκαν κοντά μας, με σκοπό να κάνουν ζημιά και μόνο.

Είναι καταραμένη, λες; Θα τη φέρεις στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης;

Αν ο τίτλος είναι καταραμένος; Παρότι δε θάθελα να συνδυάζω τη μεταφυσική σε παραλλαγές, μετρώ τους νεκρούς που περιμένουν επιτέλους να τελειώσει αυτή η ταινία και λέω: “ναι”, έχει μια κατάρα πάνω της, την ίδια που με ακολουθεί αφότου έσκασα από το αυγό.
Ξεκινώντας την προσπάθεια, αδιαφορούσα για το φθαρμένο θεσμό του φεστιβάλ. Σήμερα μοιάζει απαραίτητο το πέρασμα της ταινίας από κει. Ας τελειώσει με το καλό…

Ο θάνατος του Τσιπίδη ήταν ξαφνικός; Επηρέασε την Ειμαρμένη;

Φυσικά και ήταν ξαφνικός κεραυνός κι αξεπέραστος, ο χαμός του Βασίλη. Την Ειμαρμένη δε μπορούσε να την επηρεάσει γιατί είχαν ήδη τελειώσει τα γυρίσματα και το πρώτο μοντάζ, ασχέτως αν ακόμα τελειώνει αυτή η ατέλειωτη ταινία, που, φυσικά, είναι αφιερωμένη στη μνήμη του…
Το πεπρωμένο μας, μόνοι μας το ορίζουμε. Τις παραμέτρους που το βοηθούν να ανθεί ή να μας βουλιάζει, είναι που ελέγχουν οι από πάνω…

Μίλησέ μου για τη γνωριμιά σου με τον Γιάννη Μποσταντζόγλου.

Το Γιάννη τον γνώρισα το 1981. Είχαμε μια καλή σχέση μέχρι το 1991 που του ζήτησα να παίξει ένα βασικό ρόλο στο Σκότος κι έκτοτε ερωτευθήκαμε. Είναι, ούτως η άλλως, πολυτάλαντος, οπότε σε κάθε μου ταινία φροντίζουμε να έχουμε κάποια συνεργασία.

Τι θυμάσαι από τη «θητεία» σου δίπλα στο Νίκο Ζερβό;

Από τις Γυναίκες Δηλητήριο δε θυμάμαι πολλά, ηθελημένα. Στο Βαρώνο, έπαιξα το Λυκούργο, είναι ο μόνος ρόλος που ζήτησα στη ζωή μου και είναι κάτι που αγάπησα.

Αν έκανε το Δράκουλα των Εξαρχείων Νο2 θα ήθελες να είσαι βοηθός;

Η απώλεια του Βαγγέλη Κοτρώνη, επίσης μεγάλο πλήγμα, ας συμπληρώθηκαν από το ’85 τριάντα χρόνια. Ο Δράκουλας των Εξαρχείων ήταν πιστεύω κάτι που απόπειρα ριμέικ η συνέχειας, θάχε μόνο προφανή λόγο το κέρδος, οπότε θα στερείτο της ειλικρίνειας που τούδωσε αξία, επιστρέφοντας το σκηνοθέτη της εκεί που ήταν τριάντα χρόνια πριν. Ο κύριος Πανούσης, πιστεύω έχει δίκιο στην άρνησή του.
Βοηθός του Ζερβού, δε θάθελα να ξαναϋπάρξω. Έχοντας δουλέψει με όλο το πάνθεον των σκηνοθετών, ο Ζερβός δεν αποτελεί καλή ανάμνηση…

Με το Μανουσάκη έχετε ξανασυνεργαστεί. Πώς είναι τώρα στο Ουζερί Τσιτσάνης;

… Αντίθετα με τον κύριο Μανουσάκη, που και είκοσι χρόνια μετά να μου το ζητούσε, θα πήγαινα βοηθός του με χαρά και τιμή. Υπάρχει διαφορά ήθους και ποιότητας, ώστε να αποτελεί ύβρη η αναφορά τους στο ίδιο κείμενο.
Με το Μανούσο, έχουμε μια επαγγελματική συνεργασία που ξεκίνησε το 1993, στο Τμήμα ηθών. Απλώθηκε στο θέατρο από την τηλεόραση, στον κινηματογράφο… Πέρασε σκοπέλους και τρικυμίες αρκετές φορές, μα καταξιώθηκε στο χρόνο και στο αποτέλεσμα. Το Ουζερί Τσιτσάνης, πιστεύω ότι θα αγγίξει προδιαγραφές πρωτόγνωρες για τα δεδομένα μας. Η πρεμιέρα του είναι προγραμματισμένη για τις πρώτες ήμερες του Δεκέμβρη.
Ήρθαμε και στη Θεσσαλονίκη για γυρίσματα, πρέπει να μνημονεύσω τη συμμετοχή των απλών ανθρώπων της Θεσσαλονίκης. Δεν ήταν καθόλου εύκολο αυτό που έκαναν. Ξεκινούσαν από τα χαράματα στις έξι, ντυνόντουσαν με τη σειρά και πειθαρχημένα, ανάμεσα τους άνθρωποι με σωματικές αναπηρίες, παιδιά, ηλικιωμένοι, περίμεναν υπομονετικά σε κακές καιρικές συνθήκες και επαναλάμβαναν αγόγγυστα σε κάθε απαίτηση του σκηνοθέτη, παρέχοντας μας τη δυνατότητα να κάνουμε σκηνές, που δε θα ήταν δυνατό να γίνουν αλλιώς. Αξιοθαύμαστος κόσμος! Στη Θεσσαλονίκη σπούδασα, έχω έρθει αρκετές φορές για γυρίσματα, θυμίζω ότι το Σκότος διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη.

Στο ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ [τ. 52, Ιούνιος 2015] ο Γιάννης Θ. Κεσσόπουλος γράφει: ο Ανδρέας με τη βραχνή φωνή, εργάτης στο κουμάντο… και πιο κάτω «Ήταν πολύ καλό, πρέπει να βγει εξαιρετικό» [είπε] ο Ανδρέας ο εμψυχωτής.
Σα να σε βλέπω σε διαφήμιση γνήσιου σκληρού τυριού! Είσαι πάντα ο εαυτός σου;

… Νάναι καλά ο κύριος Κεσσόπουλος που είδε και μένα μέσα σ’ αυτό το χαμό. Δε μ’ έχεις δει μόνο σε διαφήμιση τυριού, και σε αυτοκίνητο μ’ έχεις δει και σε άλλα, δεν έχει σημασία. Ο εαυτός μου είμαι όλες τις υπόλοιπες στιγμές, όταν δεν υποκρίνομαι κάποιο ρόλο. Αρκετές φορές οι ρόλοι έχουν κάποια από τα χαρακτηριστικά μας ή ακόμα εκείνοι που τους δημιουργούν εμπνέονται από κάτι πάνω μας.

Από τους πρωταγωνιστές Ανδρέα Κωνσταντίνου και Χάρη Φραγκούλη ποιος σ’ εντυπωσίασε;

Ο Ανδρέας και ο Χάρης είναι δυο ιδιαίτερα εργατικοί και ταλαντούχοι ηθοποιοί, που δίνουν την ψυχή τους εκεί που συμμετέχουν, αυτό τουλάχιστον απεκόμισα από τη συνεργασία.
Κάθε ηθοποιός που ξεφεύγει από το δήθεν και δίνεται ψυχή τε σώματι σ’ αυτό που κάνει με συγκινεί, “εντυπωσιάζει” είναι… δύσκολη έννοια.

Από όλους όσοι σε σκηνοθέτησαν, ποιος/οι είναι ο/οι πιο σημαδιακός/οί για σένα;
[Ραΐσης, Μπακόλας, Μαζωμένος, Ηλιάδης, Χαραλαμπίδης, Ζερβός, Κατακουζηνός, Δαμιανός, Καρκανεβάτος, Αθανίτης, Τράγαλος, Rainer Simon, Ξανθόπουλος, Μπουλμέτης;]

… Graham Clifford, Anna di Francisca, Tώνια Μαρκετάκη, Rainer Simon, Mathieu Carriere, Ηλίας Δημητρίου, Επαμ. Κουζουνάς, (γιατί να παραβλέπουμε σημαντικά μικρά;) … δεν ξέρω αν είναι πρέπον να τους απαριθμήσω όλους… Είναι αρκετοί οι σκηνοθέτες που ευτύχησα να έχω συνεργασία ως τώρα. Είτε ως ηθοποιός, είτε ως μέλος του συνεργείου τους. O καθένας, μπορώ να πω, είχε κάτι να μου δώσει. Στη χειρότερη περίπτωση άθελά του, αλλά το ελάμβανα.
Σημαδιακοί σκηνοθέτες για μένα υπήρξαν κάποιοι με τους οποίους δεν είχα την τύχη και την τιμή να συναντηθώ. Νόρμαν Τζούισον, Αντρέι Ζουλάφσκι, Ρόμπερτ Βαν Άκερεν αλλά και Αλλαίν Ρενέ, Φρανσουά Τρυφφώ. Οι αγάπες μας, μάς αποτελούν, άλλωστε…

Η Βαλέρια Χριστοδουλίδου είναι δική σου «ανακάλυψη»;

Η Βαλέρια, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, είναι ανακάλυψη του πολυτάλαντου εαυτού της. Μαζί, είχα την τύχη να κάνουμε την πρώτη της ταινία. Κι έκτοτε, όποτε της ζήτησα “αναμνηστική συμμετοχή”, δε μου το αρνήθηκε ποτέ, νάναι καλά.
Προσπαθούσα να γυρίσω την Παραλυσία κι ένα από αυτά που με σκάλωναν ήταν το κάστινγκ. Ήξερα το αγόρι – Σπύρος Δρόσος, επίσης εξαίρετος και αγαπημένος. Το κορίτσι δεν το είχα.
Δες τώρα, πως τα φέρνει η ζωή. Δυο χρόνια πριν γυρίσω την ταινία, είδα σε ένα διαφημιστικό τη Βαλέρια, μίλαγε και τάλεγε πολύ καλά. Πήρα το σκηνοθέτη τηλέφωνο -Γιώργος Πανουσόπουλος, υπόκλιση, επί τη ευκαιρία- και μου μίλησε με τα καλύτερα λόγια. Της τηλεφώνησα και μόλις είπα “ταινία”, βρήκα ένα βράχο: “ευχαριστώ, δε με ενδιαφέρει”. Ούτε να ακούσει το θέμα, το ρόλο, κάτι! Είχε αποφασίσει να μην ξαναασχοληθεί με τον κινηματογράφο και απέκλεισε κάθε τρόπο να την πλησιάσω.
Πέρασαν δυο χρόνια, κάποια φίλη την συνάντησε, χωρίς να ξέρει την προϊστορία και της είπε ότι ξέρει κάποιον που ετοιμάζει μια ταινία και θα την ήθελε πολύ. Αυτό ήταν, την άλλη μέρα συναντηθήκαμε κι αμέσως αρχίσαμε πρόβες. Έκτοτε υπάρχει μια δημιουργική φίλια, μπορεί να μη συναντιόμαστε συχνά αλλά αυτό δεν έχει καμμιά απολύτως σημασία.

Μίλησέ μου για τους μουσικούς Βασίλη & Αλέκο Βασιλάτο;

Για τους αδερφούς Βασιλάτους, μαζί και τον καθένα χώρια, ο,τι και να πω θα πιάσει μέλι το στόμα μου. Ο Βασίλης έχει γράψει μουσική για μία μου ταινία, την Πείνα, ο Αλέκος για τις υπόλοιπες, πλην Σύγχρονου που πειραματίστηκα με τον Πορτοκάλογλου (Φατμέ) και Δεκάτης μούσας που ήταν δουλειά της Κατερίνας Πετράκου. Και τώρα, στην Ειμαρμένη, Αλέκος Βασιλάτος με τη συμμετοχή όπως πάντα του Βασίλη. Το ότι είμαστε παιδικοί φίλοι, δεν έπαιξε το σπουδαίο ρόλο όσο η μουσική τους μεγαλοφυία κι η τύχη που μ’ έφερε κοντά τους. Τους βγάζω το καπέλο, πολύ σπουδαίοι μουσικοί και τόσο αντικομφορμιστές. Είναι τιμή μου, τεράστια, η φίλια και η συνεργασία τους.

Η Καίτη Ιμπροχώρη πως προέκυψε; Είναι κι άλλοι «ξεχασμένοι» που παίζουνε στην Ειμαρμένη;

Δε θα αποκαλούσα ποτέ την Κυρία Καίτη Ιμπροχώρη “ξεχασμένη”. Συναντηθήκαμε στο γύρισμα της σειράς του Μανούσου Μανουσάκη Ο Φάρος, όπου κρατούσε ένα σημαντικό ρόλο. Όταν έγραφα αυτό το ρόλο, τη σκεφτόμουν, μα δίσταζα, γιατί ήξερα την ταλαιπωρία που την περίμενε. Τολμώντας να κάνω την πρόταση, είχα τη μεγάλη τιμή της αποδοχής και την υπέροχη συνεργασία που ακολούθησε. Της χρωστώ, όπως και σε όλους, ένα τεράστιο “ευχαριστώ”, που ποτέ δε θάναι αρκετό.
Το καστ της Ειμαρμένης είναι γνωστό, με χαρά να το επαναλάβω, χωρίς σειρά αξιολόγησης:
Άλκης Παναγιωτίδης (σ’ έναν πολύ “ειδικό” ρόλο, γι’ αυτό κι αναφέρεται εδώ πρώτος), Γιάννης Ζουγανέλλης, Δημήτρης Μπίτος, Σωτήρης Ταχτσόγλου, Καίτη Ιμπροχώρη, Αθηνά Παππά, Έκτωρ Καλούδης, Ιουλία Καλογρίδη, Γιάννης Μποσταντζόγλου, Βύρων Κολάσης, Ιωάννης Παπαζήσης, Μιχάλης Ιατρόπουλος, Στέργιος Ιωάννου, Μαρία Δρακοπούλου, Νίκος Αλευράς, Τάκης Βαμβακίδης, Γωγώ Κωβαίου, Κώστας Φλωκατούλας, Δημήτρης Τσιλιφώνης, Δημήτρης Ξηρός, Βασίλης Τσιπίδης, Λεωνίδας Αργυρόπουλος, Κωνσταντίνος Ζαμπάρας, Σπύρος Δρόσος, Νίκος Κακαλιός, Σταύρος Μπαφέτης, Ρέα Πεδιαδιτάκη, Δανάη Νεονάκη, Λαέρτης Βασιλείου, Ράνια Πρέβεζα, Κώστας Καπετάνιος, Μάριος Ντερντές, Γιώργος Αργυρόπουλος, Βασίλης Λαζαρίδης, Ιωσήφ Βαρδάκης, Μηνάς Μπανούμπ, Μιχάλης Λεόντιος, Μακάριος Αβδελιώδης, Μάνος Γιαννουδάκης, Γιάννης Γούτης, τραγουδά ο Χρήστος Θηβαίος, εμφανίζονται και τραγουδούν Μαρία Εγγλέζου, Μωυσής Ασέρ, Παντελής Αμπαζής, Miss Cherry, παίζει φυσαρμόνικα ο Λάκης με τα Ψηλά Ρεβέρ.

Τι σε τράβηξε στη μαύρη κωμωδία Ο μπαμπάς μου, ο Λένιν και ο Φρέντυ;

Με τη Ρηνιώ γνωριστήκαμε σ’ ένα σεμινάριο. Όπως και να το κάνουμε, δε γίνεται να μην παραδεχτούμε ότι είχε ένα πολύ όμορφο σενάριο. Το ότι με επέλεξε για το συγκεκριμένο ρόλο, τιμή με περιποιεί. Η εμπειρία των γυρισμάτων της, επίσης πολύ σημαντική. Στις μικρού μήκους, δυστυχώς δεν απαντάται πάντα τέτοιος επαγγελματισμός, ενίοτε βασιλεύει ένα χάος που και σε μεγάλες παράγωγες, ελληνικές, μπορείς να συναντήσεις.
Είτε μεγάλη, είτε μικρή είναι η ταινία σε μήκος, το γεγονός ότι κάποιος δημιουργός σου απευθύνει πρόσκληση, είναι τιμή. Προσπαθώ να αποδώσω το καλύτερο σ’ εκείνο που επιλέχθηκα, είτε είναι ο πρώτος ρόλος, είτε να σκουπίζω το πλατώ, η δουλειά μου.

Θυμάσαι στο τελευταίο αντιφεστιβάλ [Αλέξανδρος, 1989] ένα ταινιάκι που λεγόταν Ο Ανώμαλος;

Φυσικά και θυμάμαι την ταινία του Αλέκου Σταματόπουλου, νομίζω ο τίτλος την αδικούσε, πολύ ωραία δουλειά. Αλήθεια, αυτό το ταλαντούχο πλάσμα -έτσι μας είπε η ταινία του- τι έχει γίνει;

Στη συγκλονιστική καταγραφή 128 Κερατέα: Μια πραγματική ιστορία, είσαι αφηγητής. Στην πολίτικη Χαλκηδόνα επίσης αφ-ηγείσαι;

Η 128 Κερατέα είναι δημιούργημα του Γρηγόρη Οικονομίδη, κατοίκου επίσης της περιοχής, που μόλις ξέσπασε το θέμα, μαζί με το δημοσιογράφο Βάιο Σύρρο, πήραν την κάμερα κι από την πρώτη στιγμή βρέθηκαν στη φωτιά. Όταν την τελείωσε την ταινία, με κάλεσε να εκφωνήσω το κείμενο του, οφείλω να πω ότι ο Γρηγόρης μ’ έχει τιμήσει δίνοντάς μου υπέροχα κείμενα για πολύ πολύ ενδιαφέρουσες ταινίες. Γνωριστήκαμε στο ντοκιμανταίρ για τη Χαλκηδόνα. Έψαχνε τη φωνή της ταινίας και άκουσε τη δική μου στο ντοκιμανταίρ για το Ροντ Ντάντλεϋ. Του άρεσε κάτι και με κάλεσε. Προσωπικά, διαβάζοντας τα κείμενα τον θαύμασα, οπότε λειτούργησε κάτι υποδόριο μεταξύ μας. Έκτοτε έχω την τύχη αρκετών συνεργασιών μαζί του.

Αμφότεροι, Μποσταντζόγλου-Μαριανός, παίζετε στο Όνειρο κάθε αρχιτέκτονα, μυθοπλασία του ιδίου σκηνοθέτη [του Γρηγόρη Οικονομίδη]. Υπάρχουν ακόμη αρχιτέκτονες που δουλεύουν με το χέρι; Τι σε τράβηξε απ’ το μανίκι σ’ έναν τέτοιο ρόλο;

Πιστεύω ότι στις μέρες μας πλέον, οι αρχιτέκτονες, λογικά, θα έχουν εισάγει τη νέα τεχνολογία στην εργασία τους. Ο παραδοσιακός τρόπος όμως, παρουσιάζει περισσότερο κινηματογραφικό ενδιαφέρον. Και φαντάζομαι, αυτό ήταν που ώθησε το Γρηγόρη σ’ αυτή την επιλογή. Η επιλογή των ηθοποιών, ήταν εντελώς προσωπική του υπόθεση. Ήθελε εμένα στο ρόλο του άλτερ έγκω του σέναριστα και το Γιάννη για τον επισκέπτη, προσωπικά βρήκα καταπληκτική την ιδέα του για το καστ, δεν πρέπει να παραβλέπεται η συμμετοχή μιας εξαίρετης κυρίας του θεάτρου μας αλλά και της τηλεόρασης, του κινηματογράφου, την κυρία Φωτεινή Ντεμίρη που κυριολεκτικά κόσμησε το ρόστερ.

Τι είναι το Αγνώστου Μητρός; Τι άλλο ετοιμάζεις συγγραφικά;

Αγνώστου μητρός είναι ο τίτλος του πρώτου βιβλίου που ολοκλήρωσα, μα εκδόθηκε δεύτερο, προηγήθηκε ο Νέος θεός. Γραφώ απ’ όταν έμαθα γραφή, αλλά δεν ολοκλήρωνα ποτέ. Όταν σταμάτησε, ελλείψει πόρων, την πασχαλιά του 2007 το μοντάζ του ντοκυμανταίρ Ροντ Ντάντλεϋ, ένας αυστραλός δημιουργεί στη Λομβαρδία είχα δυο επιλογές. Η μια έλεγε να σκίσω τα ρούχα μου και τα σωθικά μου. Η δεύτερη με οδήγησε σ’ ένα γραφείο κι άρχισα να γράφω. Ουσιαστικά σηκώθηκα ένα μήνα μετά, όταν το βιβλίο είχε τελειώσει. Ύστερα μπήκε ένα εσωτερικό ερώτημα: Έγραψα κάτι που το είχα εύκολο. Θα τα κατάφερνα σε κάτι άλλο;” Έτσι βγήκε, μετά ένα μήνα, ο Νέος θεός. Εκείνο τον καιρό, πίστεψα προς στιγμήν ότι θα έβρισκα καταφύγιο στη γραφή, αλλά τα αντίστοιχα κυκλώματα δεν είναι λιγότερο βρόμικα απ ο,τι εκείνα που ζούσα στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Έχοντας επιλέξει να μη ζω στους διαδρόμους, παρακαλώντας μετριότητες που κατέχουν καρέκλες, δεν υπήρχε περίπτωση να συγχρωτιστώ με μεγάλους εκδοτικούς οίκους. Εκτός αυτού, η γραφή μου- όπως και ο κινηματογράφος που αρθρώνω- δεν είναι αρκούντως ανώδυνη, ώστε να τύχει κάποιας εγκρίσεως. Οπότε οι εκτός κυκλωμάτων οίκοι, έμοιαζαν σα νάχαν σκοπό να στεγάσουν κάτι τύπους σαν εμένα.
Στο Αγνώστου μητρός, παρακολουθώντας ένα παιδί να μεγαλώνει, παρακολουθώ την ανθρωπότητα να μικραίνει. Στο Νέο θεό, είναι πιο φιλοσοφική η θεώρηση, αν και φαινομενικά θα τόλεγες “επιστημονική φαντασία με χιούμορ”, μόνο που η εποχή μάς καταδείχνει ότι δεν είναι και τόσο “φαντασία” η καταστροφολογία… Της γραφής το επόμενο, είναι σε αναμονή, μέχρι η Ειμαρμένη να βρεθεί στην προβολή.

Τι κάνει ο Ανδρέας Μαριανός στο θέατρο;

Μέχρι πριν τρία χρόνια, που άρχισε για τα καλά η περιπέτεια της Ειμαρμένης, το θέατρο ήταν ένα καλό αποκούμπι, ιδιαίτερα όταν ο κινηματογράφος μου “απηγορεύθη”, όχι δια διατάγματος αλλά με την οδό των εγκρίσεων και των χρηματοδοτήσεων. Αυτή τη στιγμή το τοπίο μοιάζει θολό. Σαν η Ειμαρμένη να τα κατάπιε όλα. Μέχρι να τελειώσει αυτή η περιπέτεια, δεν ξέρω αν θα μπορώ να κάνω και κάτι άλλο παράλληλα, οπότε το θέατρο αποκλείεται γιατί δεν υπάρχουν εύκολα πράγματα εκεί, χρειάζεται πολύς κόπος και θυσίες κι αυτή τη στιγμή δεν είμαι σε θέση να θυσιάσω την Ειμαρμένη για τίποτα…

————-
ΕΙΜΑΡΜέΝΗ ταινία εδώ -> http://heimarmenh.blogspot.gr/2013/04/blog-post_6.html
Βιογραφικά στοιχεία εδώ -> http://www.shortfromthepast.gr/dirCv.asp?id=56&lang=

Κώστας Γ. Καρδερίνης

Σχολιάστε