Ο ΡΕΝΕ ΚΛΕΜΑΝ ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΟΥΤΟΠΙΑ

%cf%81%ce%b5%ce%bd%ce%ad-%ce%ba%ce%bb%ce%b5%ce%bc%ce%ac%ce%bdΤου Αλέξη Ν. Δερμεντζόγλου

«Παραμένουμε πάντα μικρά παιδιά που εξακολουθούμε να παίζουμε και μεγάλοι, μέχρι το τέλος μας».
Τσιτάτο του Σουίφτ από την «Παγίδα των λύκων».Ο Ρενέ Κλεμάν ένας από τους πλέον βραβευμένους εμπορικούς αλλά και ταλαντούχους Γάλλους σκηνοθέτες, που «έφυγε» στις 18 Μαρτίου 1996 σε ηλικία 83 χρόνων, «έπαιξε» καλά μέχρι τα 60 του, όπου και τέλειωσε η κινηματογραφική του καριέρα.

Αρχισε το σινεμά νεότατος στα 1936 με μικρού μήκους φιλμ, ειδικεύθηκε στο ντοκιμαντέρ και από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 άρχισε να σαρώνει τα βραβεία στα φεστιβάλ, ενώ διακριτικά και βαθμιαία απέκτησε το δικό του στίγμα. Αναδείχθηκε σε έναν από τους εξέχοντες στυλίστες του σινεμά, κατέθεσε μέσω των εκτυφλωτικών εικόνων του την άποψη πως ο κινηματογράφος είναι και παιχνίδι, ένα στοίχημα για μεγάλα παιδιά που παίζουν μαζί του μέχρι τέλους. Απόδειξη, των υψηλών ικανοτήτων του, της δυνατότητάς του να πραγματοποιεί στροφές και αλλαγές στο στύλ και στο ύφος του, είναι μια ταινία του την εποχή που στη Γαλλία εκκινεί η ανατρεπτική αισθητική της «νουβέλ-βαγκ».

Πέντε βραβεία

Βρισκόμαστε λοιπόν, στα 1959, χρονιά της «Κομμένης ανάσας» εποχής των Γκοντάρ – Τρυφφώ – Σαμπρόλ. Ο Κλεμάν είναι 46 χρόνων και έχει ήδη στην κατοχή του τα πέντε μεγάλα βραβεία της καριέρας του (Χρυσός Φοίνικας φεστιβάλ Καννών 1946 για τη «Μάχη των σιδηροδρόμων», «Χρυσός Φοίνικας φεστιβάλ Καννών 1947 για την «Καταραμένη αποστολή», Χρυσό Λιοντάρι φεστιβάλ Βενετίας 1952 για τα «Απαγορευμένα παιχνίδια» και δύο βραβεία σκηνοθεσίας φεστιβάλ Καννών για το «Πέρα από τα τείχη» (1949) και «Ο κύριος Ριπονά» (1954).

 

Εκτυφλωτικό και ατελέσφορο

 

Ως τότε, φαινόταν ως ένας συμβατικός δημιουργός με εικόνες λυρικές και κάποτε αλληγορικές, στη συνέχεια με χιούμορ, με οξυδέρκεια πάντα. Στην εποχή, λοιπόν, της ανανέωσης της κινηματογραφίας της χώρας του, προσφέρει στους κινηματογραφόφιλους όλου του κόσμου, όχι μόνο μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες του γαλλικού σινεμά το «Γυμνοί στον ήλιο» («Ολόγιομος ήλιος» (1959)), αλλά και ένα παντοτινά αθάνατο και μοντέρνο φιλμ όπου στυλ, οπτική δύναμη, πάθος και διερεύνηση του σκοτεινού φαντασιακού έδεναν έξοχα με τους χώρους αλλά και την αίσθηση της μοίρας και του ατελέσφορου. Ο Κλεμάν εξυπηρέτησε με τον καλύτερο τρόπο τη νουβέλα της Χάισμιθ, αξιοποίησε τον εκτυφλωτικό και νεαρό (τότε) Ντελόν έδωσε στο «φιλμ-νουάρ» άλλη διάσταση, στο γαλλικό σινεμά το φιλί της ζωής και στα προβλήματα της ταυτότητος μία άλλη καινοτόμα ματιά. Ξαναβλέπω για δωδέκατη φορά τους «Γυμνούς στον ήλιο». Υγραίνομαι από τις εικόνες του φιλμ, ζαλίζομαι από τον εκτυφλωτικό ήλιο νιώθω την αρμύρα και τη μοίρα να πλησιάζουν στο γιωτ που ταξιδεύει για το αναπότρεπτο.
Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές το ώριμο σινεμά του Ρενέ που ξέφυγε (αυτό δεν του συγχώρεσαν πολλοί) από τις αυστηρά φεστιβαλικές ταινίες και ταξίδεψε στα δικά του παιχνίδια. Ενα σινεμά για το αναπότρεπτο, για το ταξίδι που τελειώνει για το παιχνίδι με τη σημαδεμένη τράπουλα για το «τέντωμα» των ορίων μέχρι διά-ρηξης.

 

Η αδύνατη διά-ρηξη

 

Αυτή τη μεγάλη διά-ρηξη επιχειρούν οι ήρωες του Ρενέ. Επιζητούν απεγνωσμένα και πέρα από τη φύση τους να παραβιάσουν νοήματα που δεν τους ανήκουν, να περάσουν σε ταυτότητες που δεν τους αρμόζουν, να μεταμφιεσθούν στον άλλο, να ξεγελάσουν το φρουρό, του ανέκδοτου της καφκικής «Δίκης». Το παιχνίδι, όμως, είναι χαμένο κρατάει όσο το φιλμ και το τέλος μεταφέρει την περίσσεια νοήματος, το ελλείπον σημείον, το έρμα που πετάει ο καθένας μας όταν επιχειρεί την τελευταία απόδραση για τον οριστικό απωλεσθέντα παράδεισο.

Η μεγάλη παραβίαση

Στα τολμηρότατα «Απαγορευμένα παιχνίδια» ο μικρός και η μικρή γαντζώνονται μεταξύ τους στη δίνη του πολέμου στην οπτική του θανάτου. Ξεπερνούν τα όριά τους περιφρονούν τον πόλεμο, το θάνατο και ιδίως την πατρική κηδεμονία. Αυτή η τελευταία παραβίαση ενός θεμελιώδους ηθικού συστήματος πληρώνεται με το χωρισμό τους. Η ταινία γνωρίζει παταγώδη αποτυχία στη Γαλλία μέχρι περιφρόνησης και ανακαλύπτεται κατόπιν εορτής. Στο «Γυμνοί στον ήλιο» το πτώμα που δεν χάθηκε (η κρυμμένη ενοχή) θα σκιάσει τον παράδεισο του τέλους. Στον «Τυχοδιώκτη του Μόντε Κάρλο» (1964) αυτό που λείπει είναι αυτό που πρέπει να κρύβεται. Οταν οι ισορροπίες αποκατασταθούν οι ανατριχίλες εξασθενίζουν «Θε θριλ ιζ γκόουν» τραγουδάει ο Μπ. Μπ. Κινγκ.
Στο «Καίγεται το Παρίσι» η αυστηρή λογική του ντοκιμαντέρ βαθμιαία λυώνει. Το τέλος το γνωρίζουμε. Είναι ιστορία, η απελευθέρωση του Παρισιού, το αίνιγμα όμως έρχεται στη συνέχεια. Τι θα γίνει μετά;

Διπλή απώλεια
Στο άκρως δαιδαλώδες θρίλερ «Ο ταξιδιώτης της βροχής» (1970) ο μεταμφιεσμένος Αμερικανός συνταγματάρχης (Τσαρλς Μπρόνσον) χάνει στο τέλος την ικανότητά του να πετάει με τέτοια τεχνική καρύδια στα τζάμια, χωρίς να τα σπάζει. Είναι ερωτευμένος άρα ανελεύθερος (δες το «μπλε» του Κισλόφσκι) και στο τέλος χάνει και τη γυναίκα του και την ικανότητά του. Χάνει πάνω απ’ όλα την απόλαυση του παιχνιδιού, χάνει (μήπως;) τη δυνατότητα να δει το σινεμά μόνον ως ένα δίωρο παιχνίδι. Πολλά ερωτηματικά για μια μεγάλη εμπορική επιτυχία που σνομπαρίστηκε αγρίως από την αστική κριτική.

Δύο άλλες παγίδες
Στο «Σπίτι κάτω από τα δέντρα» (1971) φαινομενικά πετυχαίνει η διά-ρηξη του νοήματος. Το ζευγάρι ξανασυνδέεται μετά από την απαγωγή των παιδιών του. Ωστόσο, σύρεται υπογείως το αίτημα ελέγχου της επιλογής προσωπικού ελέγχου. Το ζεύγος σε αρμονία, η απόλαυση σε διακοπές η τιμωρία κρυφοχαμογελάει.

Στην «Παγίδα των λύκων» (1972) ο Κλεμάν είναι απροκάλυπτος. Αρχίζει την ταινία του με μια ρήση του Σουίφτ δια-δηλώνοντας την υπόσχεσή του να αφεθεί στο παιχνίδι. Ετσι, ανατρέπει τη λογική ενός «γκάγκστερ-φιλμ».Τα κλισέ διακόπτονται απ’ αυτό το πάθος των ανδρών να σμίξουν με την αθωότητα των παιδικών τους παιχνιδιών. Η έξοχη μουσική του Ζαμφίρ δένει μια συμφωνία επιστροφής και θανάτου παιχνιδιού και νοσταλγίας.

Ετσι ήταν ο Ρενέ. Πάντως, έπαιζε ακόμα και όταν όλος ο κόσμος μίλησε για την ιστορική πολιτική αλληγορική αξία της συγκλονιστικής του «Μάχης των σιδηροδρόμων» (1946) που μ’ αυτήν έγινε διάσημος. Οταν στην τελευταία 20ετία ένιωσε πως το σινεμά έπαψε να είναι πλέον παιχνίδι απόλαυσης σταμάτησε, σιώπησε, ξεχάστηκε βαθμιαία. Στο «Γυμνοί στον ήλιο» ο Ντελόν σκότωσε πια τον Μωρίς Ρονέ και απολάμβανε τώρα τα χρυσά μάτια της Μαρί Λαφορέ. Τέλος των χρονικών ορίων ενός δημοσιογραφικού κειμένου με προθεσμίες αυλαία στον Κλεμάν, η ταινία συνεχίζεται για να μας αγκαλιάσει και πάλι με την ουτοπία της.

 

Σχολιάστε